Έξω στους υπολογισμούς της φαίνεται να έχει πέσει η επιστημονική κοινότητα ως προς τον αριθμό των θυμάτων της λειψυδρίας και των προοπτικών για πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό μέχρι το 2050. Μέχρι σήμερα, η επικρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι περίπου ο μισός πληθυσμός του πλανήτη επηρεάζεται από το πρόβλημα της λειψυδρίας.
Η ομάδα επιστήμης του ΟΗΕ για το κλίμα έχει αναφέρει ότι περίπου ο μισός πληθυσμός του πλανήτη αντιμετωπίζει επί του παρόντος σοβαρή λειψυδρία για τουλάχιστον ένα μήνα το χρόνο και έχει προειδοποιήσει ότι οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης και η αυξανόμενη ζήτηση αποτελούν βασικούς κινδύνους για την παγκόσμια προσφορά. Ωστόσο, μία έρευνα που μόλις δημοσιεύθηκε εκτιμά ότι η λειψυδρία θα μπορούσε να επηρεάσει επιπλέον τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους από ό,τι αναμενόταν μέχρι τα μέσα του αιώνα, με την αυξημένη ρύπανση να καθιστά τις πηγές των ποταμών «μη ασφαλείς» για τον άνθρωπο και την άγρια ζωή. Όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές στην Γερμανία και την Ολλανδία, εάν συνυπολογιστεί η επιβλαβής ρύπανση από άζωτο, ο αριθμός των περιοχών που απειλούνται από την λειψυδρία αυξάνεται δραματικά.
Οι ανθρώπινες δραστηριότητες εκλύουν μεγάλες ποσότητες αζώτου, παθογόνων, χημικών ουσιών και πλαστικών στα συστήματα νερού.
Το άζωτο, ειδικότερα από τα γεωργικά λιπάσματα, συμβάλλει στην ανάπτυξη φυκιών που μπορεί να φράξουν τις υδάτινες οδούς, να απειλήσουν την θαλάσσια ζωή και να υποβαθμίσουν την ποιότητα του νερού.
Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Communications, ανέλυσε τις λεκάνες απορροής ποταμών σε όλο τον κόσμο, οι οποίες αποτελούν βασικές πηγές πόσιμου νερού και κόμβους για αστικές και οικονομικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με την υπολογιστική μοντελοποίηση των συγγραφέων, ο αριθμός των υπολεκανών (δηλαδή των μικρότερων μονάδων στις λεκάνες απορροής ποταμών) που αντιμετωπίζουν σοβαρή λειψυδρία ήταν διπλάσιος από ό,τι είχε υπολογιστεί το 2010 και θα μπορούσε να επιδεινωθεί πολύ τις επόμενες δεκαετίες. Πλέον, θεωρούν ότι το 2010, 2.517 υπολεκάνες στον κόσμο αντιμετώπιζαν λειψυδρία και ότι αυτός ο αριθμός θα μπορούσε να ανέλθει σε 3.061 έως το 2050, εκτιμώντας ότι αυτό θα επηρεάσει περίπου 6,8 έως 7,8 δισεκατομμύρια ανθρώπους - ή περίπου τρία δισεκατομμύρια περισσότερους από ό,τι στις συμβατικές εκτιμήσεις.
Ο Benjamin Bodirsky, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης και μελετητής στο Potsdam Institute for Climate Impact Research, είπε ότι η μοντελοποίηση τριών διαφορετικών σεναρίων που επηρέασαν τα επίπεδα ρύπανσης έδειξε ότι "έχουμε όντως επιλογές και μπορούμε να βελτιώσουμε την κατάσταση".
Ωστόσο, είπε ότι ακόμη και στις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, η ρύπανση από το άζωτο θα παραμείνει σε «σημαντικά επίπεδα» σε σημαντικές γεωργικές περιοχές όπως η Ευρώπη, η Κίνα και η Ινδία.
«Η υποβάθμιση της πρόσβασης στο νερό μπορεί να σταματήσει, και σε κάποιο βαθμό ακόμη και να αντιστραφεί, υιοθετώντας πιο αποτελεσματική χρήση λιπασμάτων καθώς και πιο χορτοφαγικές δίαιτες και συνδέοντας μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού με εγκαταστάσεις επεξεργασίας νερού», είπε ο Bodirsky.
Ανάγκη για επενδύσεις
Ο περιορισμός των αρνητικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και της ανθρωπογενούς δραστηριότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς επενδύσεις, οι οποίες μέχρι στιγμής υπολείπονται κατά πολύ για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs).Σήμερα, οι παγκόσμιες επενδυτικές ανάγκες στον τομέα του νερού ξεπερνούν τα 1,37 τρισεκατομμύρια δολάρια. Για να επιτευχθεί ο SDG 6 έως το 2030, οι επενδύσεις πρέπει να εξαπλασιαστούν από το τρέχον επίπεδο. Το 2023, η Παγκόσμια Τράπεζα κατέγραψε αυξημένη ζήτηση από τις χώρες-πελάτες για βοήθεια στην οικοδόμηση αποτελεσματικών και αποδοτικών θεσμών για την παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, την επίτευξη άρδευσης ανθεκτικής στο κλίμα και την διαχείριση επιδεινούμενων κινδύνων πλημμύρας και ξηρασίας. Η τάση αυτή αποτελεί ένα ενθαρρυντικό στοιχείο για την ανάληψη δράσης από ιδιωτικούς φορείς και κρατικούς οργανισμούς για επενδύσεις σε έργα συναφή με την διαχείριση του νερού αλλά όπως φαίνεται και σε αυτόν τον τομέα, οι ρυθμοί είναι αρκετά νωχελικοί.