Μπροστά στην καταιγίδα που έχει ξεσπάσει στην αγορά εργασίας λόγω των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε ως βασικά «όπλα» ανάσχεσης του κύματος ανεργίας -ήδη από τον Μάρτιο- τις αναστολές σύμβασης και το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ.
Οι ρήτρες μη απόλυσης που προβλέπονται σε όλα τα ευνοικά μέτρα κατά της πανδημίας βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση, όμως και πάλι 770.000 άτομα βρίσκονται σε διαδικασία αναζήτησης εργασίας.
Μόνη λύση για την απορρόφηση του εργατικού δυναμικού που παραμένει ανενεργό σε μια χρονιά που δοκιμάστηκαν οι αντοχές της εθνικής οικονομίας, αλλά και της αγοράς εργασίας αποτελεί το Δημόσιο, που λειτουργεί ως εργοδότης ύστατης καταφυγής.
Όπως τονίζει σε μελέτη του το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, οι προοπτικές στην αγορά εργασίας θα μπορούσαν να βελτιωθούν μέσω της εφαρμογής ενός προγράμματος απασχόλησης που θα απορροφούσε τον αριθμό των ανέργων και των οικονομικά μη ενεργών προσφέροντας ποιοτικές θέσεις απασχόλησης.
Μάλιστα το ΙΝΕ προτείνει την εφαρμογή στο ενός Προγράμματος Εγγυημένης Κοινωφελούς Απασχόλησης στο οποίο ο δημόσιος τομέας, μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης και σε συνεργασία με μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, θα προσφέρει εργασία με βάση των κατώτατο μισθό σε όποιο άτομο δεν έχει εργασία και επιθυμεί να εργαστεί.
Αρχικά θα αφορά 75.000 άτομα και ανά τρίμηνο θα αυξάνεται κατά 75.000. Ως έναρξη του προγράμματος ορίζεται το β’ τρίμηνο του 2021, ενώ το μηνιαίο κόστος του προγράμματος ανά συμμετέχοντα σε αυτό καθορίζεται στα 700 ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει το μισθολογικό κόστος και λοιπά ενδιάμεσα κόστη.
Ως ανώτατο όριο του προγράμματος, το οποίο θα βρίσκεται σε ισχύ το α’ τρίμηνο του 2022, ορίζονται τα 300.000 άτομα. Η συνολική δαπάνη για το πρόγραμμα εκτιμάται στα 630 εκατ. ευρώ ανά τρίμηνο.
Οι απολύσεις ξεπερνούν τις προσλήψεις
Οι επιστήμονες της ΓΣΕΕ υποστηρίζουν πως το βάρος της προσαρμογής στην κρίση της πανδημίας έχει πέσει κυρίως στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, περισσότερα από 30.000 άτομα σε θέσεις εκ περιτροπής και μερικής απασχόλησης έχασαν τη θέση εργασίας τους. Μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου οι αντίστοιχες απολύσεις ξεπέρασαν τις προσλήψεις, με αποτέλεσμα οι καθαρές ροές ευέλικτης απασχόλησης να είναι αρνητικές (-7,5% κατά μέσο όρο).
Η έντονη προκυκλική πορεία της ευέλικτης απασχόλησης είναι ενδεικτική της επισφάλειας που επικρατεί στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, το β’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των εργαζομένων που έλαβαν 0 έως 200 ευρώ ανήλθε από 1% σε 12%. Όταν η οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει, η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση εκτιμάται ότι θα αυξηθούν ξανά ακολουθώντας το μοτίβο που καλλιεργήθηκε τα πιο πρόσφατα έτη, κατά το οποίο περισσότερες από τις μισές νέες θέσεις εργασίας ήταν ευέλικτης μορφής.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Αύγουστο, το εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό ανεργίας είναι ίσο με 16,8%, καθώς 770.000 άτομα βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας. Παρά τον μεγάλο αριθμό ανέργων, τα νούμερα αυτά δεν αποτελούν ικανοποιητική ένδειξη της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά εργασίας.
Εργαζόμενοι που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου και/ή λαμβάνουν λιγότερο από το 50% του μισθού τους καταγράφονται ως οικονομικά μη ενεργοί. Αυτό εξηγεί τη μεγάλη αύξηση των μη ενεργών μετά τον Απρίλιο.
Επομένως, το κρίσιμο μέγεθος είναι η αύξηση της απασχόλησης, η οποία μειώθηκε δραστικά κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown. Σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019, η απασχόληση μειώθηκε κατά 50.000 άτομα τον Απρίλιο και κατά 155.000 άτομα τον Μάιο. Έκτοτε, οι μεταβολές στην απασχόληση παραμένουν αρνητικές και, δεδομένου του δεύτερου lockdown, αναμένεται να παραμείνουν αρνητικές.
Εστιάζοντας στις επιχειρήσεις, ο συνολικός αριθμός εκείνων των οποίων η λειτουργία ανεστάλη τον Μάρτιο ανήλθε στις 205.980. Πέρα από τις επιχειρήσεις των κλάδων της εστίασης και της παροχής καταλύματος, ο κύκλος εργασιών των οποίων μειώθηκε κατά 31% και 61% αντίστοιχα, ιδιαίτερα σοβαρή ήταν η επίπτωση της κρίσης στον κλάδο των τεχνών και της ψυχαγωγίας.
Η μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων που βρέθηκαν σε αναστολή δραστηριότητας ήταν της τάξης του 45,1%, ενώ συγκεκριμένα στον κλάδο της παραγωγής ταινιών, βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων η αντίστοιχη πτώση ήταν ίση με 61,6%.
«Κλειδί» η κατανομή των πόρων από την ΕΕ
Το πώς θα κατανεμηθούν οι ευρωπαϊκοί πόροι θα καθορίσει και την εξέλιξη της απασχόλησης. Η επένδυση σε κλάδους εντάσεως κεφαλαίου είναι επιβεβλημένη για να υπάρξει η απαραίτητη αναδιάρθρωση του παραγωγικού τομέα.
Αυτό εκ των πραγμάτων επισημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης είναι ισχυρό το ενδεχόμενο η αύξηση της απασχόλησης να κυμαίνεται σε αναλογικά χαμηλότερο επίπεδο από αυτό του ΑΕΠ, χαρακτηριζόμενη από μη ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, για να μειωθεί η πιθανότητα μιας κρίσης ρευστότητας και για να βελτιωθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδιωτικού τομέα, θα πρέπει να υπάρξουν κατάλληλες δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Ένα μεγάλο μέρος των υφιστάμενων δημοσιονομικών μέτρων αφορά την παροχή δανείων σε επιχειρήσεις, τα οποία, αν και παρέχουν ρευστότητα σε αυτές, υποσκάπτουν τη φερεγγυότητά τους καθώς αυξάνουν το χρέος τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, προτιμότερη είναι η παροχή ρευστότητας προς τα νοικοκυριά και τις
μη-χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις με τη μορφή επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων» τονίζεται στην σχετική μελέτη.