Ενώπιος ενωπίω με την δραματική συρρίκνωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της θα βρεθεί η Ελλάδα μέσα στις επόμενες δεκαετίες, με ότι αυτό συνεπάγεται για το επίπεδο των δαπανών που αφορούν το συνταξιοδοτικό και το υγειονομικό σύστημα, αλλά και τις ευρύτερες δαπάνες κοινωνικής προστασίας των ατόμων τρίτης ηλικίας.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα θα υποστεί πληθυσμιακή μείωση κατά 24% έως το 2100, ενώ οι μακροχρόνιες δημογραφικές τάσεις αναφέρουν πως κάθε άτομο άνω των 65 ετών αναλογεί σε περίπου 9,3, ή μόλις 1,5 άτομα παραγωγικής ηλικίας το 1960, 2020 και 2060 αντίστοιχα.
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η χαμηλή γονιμότητα αναμένεται να επηρεάσουν τον δείκτη εξάρτησης της τρίτης ηλικίας, ο οποίος έχει ήδη αυξηθεί στην Ελλάδα από 28,2% το 2009 σε 35,6% το 2021. Η τάση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί έως περίπου το 2050, όταν ο δείκτης αναμένεται να φτάσει 63% και να σταθεροποιηθεί στη συνέχεια σε επίπεδα άνω των 60%.
Βασικός παράγοντας για αυτή την εξέλιξη είναι η ιδιαίτερα ισχυρή μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, από 6,8 εκατομμύρια το 2010, σε 6,2 εκατομμύρια το 2020, 4,7 το 2050 και τελικώς σε σχεδόν 4 εκατομμύρια το 2100.
Στο μεταξύ, στο διάστημα 2001 έως 2021 ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών αυξήθηκε κατά περίπου 30% από 1,7 εκατ. άτομα το 2001 σε 2,3 εκατ. άτομα το 2021. Επομένως, χρειάζεται διεύρυνση του αριθμού των απασχολούμενων και αύξηση της παραγωγικότητας αυτών.
Δυστυχώς σήμερα το ποσοστό απασχόλησης ανάμεσα στα άτομα 15 έως 64 ετών στην ελληνική αγορά εργασίας βρίσκεται στα ίδια περίπου επίπεδα (57%) στα οποία βρισκόταν στις αρχές του 2000. Η δεκαετής κρίση χρέους είχε ως αποτέλεσμα η πρόοδος στο ποσοστό απασχόλησης στο διάστημα 2000-2008 να εξαλειφθεί.
Η υποχώρηση στο ποσοστό απασχόλησης μεταξύ 2008 και 2021 επήλθε παρά τη σημαντική μείωση του πληθυσμού στις ηλικίες 15 έως 64 ετών (-9,3%) καθώς ο αριθμός των απασχολούμενων σε αυτές τις ηλικίες μειώθηκε ακόμη περισσότερο (-16,3%) στο ίδιο διάστημα.
Πότε θα ζούμε κατά μέσο όρο 91 έτη
Το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται με σταθερό ρυθμό στη χώρα μας και από τα 75 έτη που ήταν το 1960, έχει αυξηθεί στα 82 έτη το 2021, ενώ προβλέπεται να φτάσει τα 91 έτη το 2100.
Ιστορικά, οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής σχεδόν κατά 5 έτη σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο.
Το ΙΟΒΕ ανέλυσε στη μελέτη του για το Δημογραφικό την περιφερειακή διάσταση του προσδόκιμου ζωής και κατέληξε στο συμπέρασμα πως αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο στις περιοχές της χώρας που σήμερα παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα μακροζωίας, χωρίς όμως να εξαλειφθούν πλήρως οι διαφορές.
Πιο συγκεκριμένα, το προσδόκιμο ζωής είναι υψηλότερο στην Ευρυτανία, τη Φωκίδα και τη Θεσπρωτία και χαμηλότερο στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών και στις περιφερειακές ενότητες Πειραιά και Σερρών, με τη διαφορά μεταξύ των περιοχών με υψηλότερο και χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής να υπολογίζεται σε περίπου 4 έτη.
Σε ορίζοντα έως το 2100, οι πληθυσμοί σε περιφερειακές ενότητες Αττικής, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας αναμένεται να καταγράψουν τη μεγαλύτερη αύξηση στο προσδόκιμο ζωής. Συγκριτικά, η αύξηση στο προσδόκιμο ζωής στα νησιά και σε περιφερειακές ενότητες της Κεντρικής Ελλάδας και Ηπείρου αναμένεται να είναι ηπιότερη.
Στο τέλος της περιόδου πρόβλεψης, αναμένεται η Ευρυτανία και η Φωκίδα να παραμείνουν οι ενότητες με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής, ενώ το
χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής αναμένεται να καταγραφεί στην Ζάκυνθο, στον Πειραιά και στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών, με τη διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ των περιφερειακών ενοτήτων να περιορίζεται σε περίπου 2 έτη.