Aύξηση των δεικτών στενότητας της αγοράς εργασίας και πληθωριστικές πιέσεις μέσω της αύξησης των ονομαστικών μισθών διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεσή της για το 2023.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, φέτος προβλέπεται αύξηση των αμοιβών ανά μισθωτό κατά 5,4% (έναντι 5,5% το 2023) και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 4,4% ( από 4,5%). Οι τάσεις αυτές αναμένεται να ασκήσουν καθοδικές πιέσεις στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και καθιστούν επιτακτική, όπως αναφέρει η Κεντρική Τράπεζα, την ανάγκη μείωσης ή επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας.
Η Τράπεζα στέκεται και στο θέμα των μισθολογικών αυξήσεων, επισημαίνοντας πως μεγάλες αυξήσεις στις ονομαστικές αποδοχές που δεν συμβαδίζουν με τη μέση αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ενισχύουν τον κίνδυνο διαδοχικών αυξήσεων σε μισθούς και τιμές (wage-price spiral), επιφέροντας την ανάγκη αντιστάθμισης των πιέσεων μέσω αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής.
- Διαβάστε ακόμα - ΤτΕ: Επαναξιολόγηση φοροαπαλλαγών και νέο πλαίσιο για κοινωνικά επιδόματα – Οι συστάσεις Στουρνάρα για την φοροδιαφυγή
«Οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας μεσοπρόθεσμα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας. Με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθούν δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις στον πληθωρισμό, που θα επιδείνωναν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τελικά θα μείωναν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Στενότητα αγοράς εργασίας
«Η σημαντική βελτίωση της αγοράς εργασίας οφείλεται στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, στις σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος και στη θεσμοθέτηση νέων μεταρρυθμίσεων που την έχουν καταστήσει πιο ανθεκτική και ευέλικτη. Εντούτοις, η συνεχής αύξηση της απασχόλησης και η μείωση του ποσοστού ανεργίας έχουν περιορίσει σημαντικά τη δεξαμενή του διαθέσιμου προς πρόσληψη προσωπικού από τις επιχειρήσεις, όπως φαίνεται από την αύξηση των δεικτών στενότητας της αγοράς εργασίας. Αυτό αφορά τόσο το ειδικευμένο όσο και το ανειδίκευτο προσωπικό» τονίζεται στην Έκθεση.
Για την αντιμετώπιση της στενότητας στην αγορά εργασίας, είναι απαραίτητη, σύμφωνα με την ΤτΕ:
- η περαιτέρω ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης των εργαζομένων
- η κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων σε νέες δεξιότητες.
Νέες δεξαμενές εργαζομένων
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η συνέχιση της υλοποίησης αποτελεσματικών προγραμμάτων κατάρτισης του εργατικού δυναμικού και ιδιαίτερα των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων θα συμβάλει στη διατήρηση των θέσεων εργασίας και την ενσωμάτωση των ευάλωτων ομάδων στην αγορά εργασίας.
Για να συμπληρωθεί το καίριο κενό εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων στην εγχώρια αγορά εργασίας, είναι σημαντική η ενσωμάτωση μεταναστών, αλλά και η θέσπιση κινήτρων για την προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών.
«Ωστόσο, πρέπει να οριστεί το θεσμικό πλαίσιο για τις μεταναστευτικές εισροές και να χαραχθούν οι στρατηγικές και οι πολιτικές για τη σταδιακή και επιτυχή ένταξή τους στην κοινωνία» αναφέρει η Έκθεση.
Χρειάζονται επίσης να δημιουργηθούν μηχανισμοί για την αντιστοίχιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο.
Διεθνής αγορά εργασίας
Το φαινόμενο των μαζικών οικειοθελών παραιτήσεων (“Great Resignation”) το 2022 στις ΗΠΑ αποδείχθηκε πρόσκαιρο και χωρίς σημαντική επίπτωση στο εργατικό δυναμικό, καθώς οι εργαζόμενοι αυτοί δεν αποσύρθηκαν από την αγορά εργασίας, αλλά διεκδίκησαν καλύτερα αμειβόμενες και πιο ποιοτικές θέσεις εργασίας σε περιβάλλον άφθονων ευκαιριών απασχόλησης.
Επίσης, ένας άλλος προσδιοριστικός παράγοντας της προσφοράς εργασίας είναι οι ώρες εργασίας. Στην ευρωζώνη οι μέσες ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο μειώθηκαν έντονα κατά την πανδημία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, και έκτοτε παρέμειναν χαμηλότερες από ό,τι προπανδημικά, παρά την αύξησή τους και την πλήρη ανάκαμψη των συνολικών ωρών εργασίας και της απασχόλησης.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το φαινόμενο αυτό μεταπανδημικά ερμηνεύεται πρωτίστως από την αλλαγή των προτιμήσεων των εργαζομένων, ιδίως των ανδρών (με μικρά παιδιά) και των νέων, προς λιγότερες ώρες εργασίας, συνάδει με μια πιο μακροχρόνια τάση και δεν αναμένεται να αντιστραφεί.