Οι οθόνες με τεχνολογία OLED μέχρι το 2018 ήταν ένα προνόμιο της εταιρείας Samsung. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα το βαθύ μαύρο, τα εντυπωσιακά χρώματα και ο βαθμός αντίθεσης και ευκρίνειας. Τα τελευταία χρόνια η τεχνολογία OLED έχει αρχίσει να κυριαρχεί και στην κατασκευή τηλεοράσεων αλλά και σε κινητά τηλέφωνα πολλών εταιρειών. Σήμερα εκτιμούμε ότι περίπου τα μισά κινητά και τηλεοράσεις που κατασκευάζονται, γίνονται με την τεχνολογία οθόνης OLED.
Όμως, το μεγάλο μειονέκτημα της τεχνολογίας OLED είναι ότι βασίζεται σε ημιαγωγούς και μικροτσίπ ελέγχου που για το 2021 (και πιθανά και το 2022) βρίσκονται σε τρομερή παγκόσμια έλλειψη. Για να καταλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος το 90% των σχετικών τσιπ για τη λειτουργία των OLED οθονών παράγεται στο εργοστάσιο της Samsung και το υπόλοιπο 10% στον μεγαλύτερο κατασκευαστή μικροτσίπ στον κόσμο, την ταϊβανέζικη TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Company). Οι δύο αυτές εταιρείες παρασκευάζουν επίσης και μια σειρά από άλλα ακριβά και κρίσιμα μικροτσίπ, που χρησιμοποιούν αυτοκινητοβιομηχανίες, υπολογιστές και άλλα προϊόντα τεχνολογίας.
Έτσι, είμαστε μπροστά σε ένα σημαντικό bottleneck της παγκόσμιας παραγωγής, το οποίο δεν γνωρίζουμε ακόμα πως θα εξελιχθεί. Μόνο για τον μήνα Απρίλιο, η ζήτηση σε μικροτσίπ έφτασε τα 100 δισ. τεμάχια, αριθμό-ρεκόρ όλων των εποχών. Ειδικά για τις οθόνες OLED το πρόβλημα είναι πολλαπλό. Όπως έχουν δηλώσει επανειλημμένα στελέχη του R&D της Samsung, ο λόγος που τα μικροτσίπ για τον έλεγχο των οθονών OLED δεν μπορεί να μπει στη μαζική παραγωγή είναι γιατί από τη μία η ίδια η διαδικασία κατασκευής είναι αρκετά περίπλοκη ώστε μόνο λίγες εταιρείες μπορούν να τις παράγουν κι από την άλλη η λειτουργία των τσιπ οθόνης υποχρεωτικά προσαρμόζεται για κάθε εταιρεία και μοντέλο, τα οποία χρησιμοποιούν μοναδικές διαμορφώσεις οθόνης.
Μία ακόμη σημαντική παράμετρος του προβλήματος των μικροτσίπ στις οθόνες είναι η αύξηση στις τιμές των εξαρτημάτων που σχετίζονται με την κατασκευή των μικροτσιπ, οι οποίες έχουν αυξηθεί 15% φέτος. Αυτό το αυξανόμενο κόστος παραγωγής έχει ήδη αρχίσει να μεταφέρεται στον καταναλωτή. Εταιρείες όπως η HP, η οποία αύξησε τις τιμές των υπολογιστών της κατά 14% για να ενσωματώσει την αύξηση του κόστους παραγωγής, προειδοποίησαν για περαιτέρω αυξήσεις.
Ειδικότερα, το πρόβλημα για τα μικροτσίπ είναι ότι οι πρώτες ύλες κατασκευής τους είναι κοινές με διάφορα ηλεκτρονικά εξαρτήματα και άρα υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για την απορρόφηση των πρώτων υλών. Ποιος θα κερδίσει σε αυτό τον ανταγωνισμό; Μα φυσικά οι εταιρείες που παραγγέλνουν μεγάλους όγκους ακριβών τσιπ και στην παγκοσμιοποιημένη αγορά μικροτσίπ, οι οθόνες δεν εντάσσονται σε αυτές τις εταιρείες. Το αποτέλεσμα θα είναι να μειωθεί η διαθεσιμότητα οθονών τεχνολογίας OLED στις συσκευές μικρομεσαίας κατηγορίας.
Μπορεί η Samsung να στρέψει υπέρ της την κρίση;
Η Samsung υπολόγισε ότι το λειτουργικό κέρδος της του δεύτερου τριμήνου του έτους, σημείωσε άνοδο 53%, ρεκόρ τριετίας, φτάνοντας τα 11 δισ. δολάρια. Η Samsung φαίνεται να κερδίζει από την έλλειψη παγκόσμιας προσφοράς σε μικροτσίπ και η αγορά εκτιμά ότι τα λειτουργικά κέρδη θα αυξηθούν σε 11,3 δισεκατομμύρια και για το επόμενο τρίμηνο, ενώ οι πωλήσεις εκτιμάται ότι θα αυξηθούν 18,9%.
Το ερώτημα για τη Samsung είναι αν θα μπορέσει να παραμείνει στη σημερινή της λειτουργική και παραγωγική ικανότητα, η οποία είναι αυξημένη τουλάχιστον 60% σε σχέση με πρόπερσι. Το εργοστάσιο παραγωγής της Samsung στο Ώστιν του Τέξας χτυπήθηκε από την κακοκαιρία και η παραγωγική ικανότητα μειώθηκε. Μάλιστα, η εταιρεία ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει 17 δισ. δολάρια για να κατασκευάσει ένα δεύτερο εργοστάσιο στις ΗΠΑ για να αυξήσει την παραγωγική της δυνατότητα.
Η καθυστέρηση που έχει η Samsung στην παράδοση προϊόντων στον τομέα των smartphones, κυρίως στην Ινδία, αλλά και σε όλον τον κόσμο στην ουσία επηρεάζουν την παραγωγή smartphones της εταιρείας μακροπρόθεσμα. Η Samsung θα αναγκαστεί να εξισορροπήσει τη συνολική παραγωγή μικροτσίπ που χρειάζεται να παράσχει στην παγκόσμια αγορά με τη συνολική μείωση της παραγωγής smartphones. Ενδεικτικά, φέτος αναμένεται να παραδοθούν περίπου 20-25 εκατομμύρια λιγότερες συσκευές smartphone σε όλο τον κόσμο.