Σε απροσδόκητα περιβαλλοντικά δείγματα ανιχνεύονται αντιβιοτικές και αντιμικροβιακές ουσίες, λόγω της μαζικής χρήσης των αντιβιοτικών και αντιμικροβιακών φαρμάκων σε ανθρώπους και ζώα. Φάρμακα που δεν μεταβολίζονται πλήρως στο σώμα φτάνουν στο περιβάλλον μέσω διάφορων οδών (όπως κοπριά, λάσπη λυμάτων που χρησιμοποιείται ως λιπάσματα κ.λπ.), διοχετεύονται στο έδαφος και μπορεί να καταλήξουν να μεταφερθούν σε καλλιέργειες ή γαιοσκώληκες, τη βάση της τροφικής αλυσίδας.
«Αν και δεν έχει αποδειχθεί η βραχυπρόθεσμη τοξικότητα στους ανθρώπους, η ακούσια κατανάλωση αντιβιοτικών μέσω της διατροφής μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στα αλλεργικά άτομα και οι επιπτώσεις της μακροχρόνιας έκθεσης παραμένουν άγνωστες. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα που σχετίζεται με αυτή τη μόλυνση είναι η εξάπλωση πολυανθεκτικών βακτηρίων. Είναι δύσκολο να βρεθεί μια αποτελεσματική θεραπεία σε περίπτωση μόλυνσης, η οποία ευθύνεται για 33.000 θανάτους ετησίως σε όλη την Ευρώπη», εξηγεί η Irantzu Vergara, ερευνήτρια στην ομάδα IBeA του Πανεπιστημίου της Χώρας των Βάσκων (UPV/EHU).
Νέες μέθοδοι ανίχνευσης
Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, η ερευνητική ομάδα IBeA έχει αναπτύξει δύο αναλυτικές μεθόδους που επιτρέπουν την ανίχνευση πολύ χαμηλών συγκεντρώσεων αντιμικροβιακών ουσιών σε λαχανικά και γαιοσκώληκες: «Αν και μπορούν να ανιχευτούν υψηλές συγκεντρώσεις φαρμάκου στην κοπριά, αναμένονται πολύ χαμηλότερες συγκεντρώσεις μετά τη μεταφορά αυτών των ουσιών σε φυτά ή γαιοσκώληκες, επομένως χρειάζονται ευαίσθητες μέθοδοι για την ανίχνευσή τους», τονίζει η Vergara.
Οι μέθοδοι που αναπτύχθηκαν στα εργαστήρια UPV/EHU επιτρέπουν τον ταυτόχρονο προσδιορισμό ενός ευρέος φάσματος αντιμικροβιακών φαρμάκων, καθώς και διαφόρων προϊόντων που προέρχονται από τον μετασχηματισμό τους. Όπως εξηγεί η ερευνήτρια, «τα φάρμακα μπορούν να απεκκριθούν στην αρχική τους μορφή ή να μεταμορφωθούν μετά τον μεταβολισμό (αφού υποστούν ορισμένες αλλαγές στο σώμα). Επιπλέον, πρόκειται για πολύ ευαίσθητες ενώσεις που, υπό συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, φωτός κ.λπ., μπορούν πολύ εύκολα να εξασθενίσουν και να μετασχηματιστούν στο περιβάλλον».
Πρόκειται για μια σημαντική ανακάλυψη, καθώς -όπως τονίζουν οι ερευνητές- «μέχρι τώρα δεν υπήρχαν αναλυτικές μέθοδοι για την ταυτόχρονη μελέτη ενός ευρέος φάσματος αντιμικροβιακών ουσιών σε φυτά και γαιοσκώληκες, ούτε που να επικεντρώνονται στην ανάλυση προϊόντων μετασχηματισμού. Κάθε οικογένεια αντιβιοτικών έχει διαφορετικές φυσικοχημικές ιδιότητες και είναι πολύ σημαντικό να μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ίδια αναλυτική μέθοδος για την ανάλυση όλων αυτών. Έχουμε επίσης πετύχει αρκετά χαμηλά όρια ανίχνευσης, τα οποία μας επιτρέπουν να ανιχνεύουμε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις αυτών των ουσιών στο περιβάλλον».
Τι έδειξε η ανάλυση των δειγμάτων
Στην περίπτωση των λαχανικών, η ερευνητική ομάδα πήρε δείγματα από διαφορετικές τοποθεσίες της Χώρας των Βάσκων, τόσο από βιολογική όσο και από μη βιολογική γεωργία. «Ξεκινήσαμε να μετρήσουμε την κλίμακα του προβλήματος των αντιβιοτικών στην Αυτόνομη Κοινότητα των Βάσκων. Οι αναλυτικές μελέτες που διεξήχθησαν αποκάλυψαν δεδομένα σχετικά με την ύπαρξη αντιμικροβιακών φαρμάκων και των παραγώγων τους στα λαχανικά: διαπιστώσαμε ότι υπάρχει μεταφορά τόσο αντιμικροβιακών όσο και προϊόντων αποδόμησης μεταξύ εδάφους και λαχανικών. Με άλλα λόγια, υπάρχει πρόβλημα αντιμικροβιακής μόλυνσης στη Χώρα των Βάσκων», προσθέτουν οι επιστήμονες.
Στην περίπτωση των γαιοσκωλήκων, ωστόσο, έκαναν ένα πείραμα υπό ελεγχόμενες συνθήκες έκθεσης, με άλλα λόγια πρόκειται για μια μελέτη που σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε στο εργαστήριο με τη χρήση γαιοσκώληκων. «Θέλαμε να ελέγξουμε εάν, στην περίπτωση του μολυσμένου εδάφους, οι γαιοσκώληκες που τρέφονται από αυτό το έδαφος είναι σε θέση να συσσωρεύουν αντιμικροβιακά στο σώμα τους. Η μελέτη αποκάλυψε στην πραγματικότητα μια συσσώρευση αυτών των αντιμικροβιακών ουσιών στο σώμα, τα οποία παράγουν μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων μετασχηματισμού που δεν είχαν αναφερθεί στο παρελθόν», εξηγεί η Vergara.
Η ίδια υπογραμμίζει την ανάγκη να συνεχιστεί η διεπιστημονική έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς πρόκειται για ένα πρόβλημα που θα επηρεάσει όλους τις επόμενες δεκαετίες. Οι μονάδες επεξεργασίας νερού δεν διαθέτουν επί του παρόντος πλήρως αποτελεσματικές μεθόδους για την απομάκρυνση των υπολειμμάτων φαρμάκων και αυτό το νερό χρησιμοποιείται συχνά για άρδευση. «Καθώς υπάρχει τόσο μεγάλη, συνεχής εισαγωγή αντιμικροβιακών ουσιών στο περιβάλλον, τα βακτήρια συνηθίζουν να συνυπάρχουν μαζί τους και να δημιουργούν αντίσταση», επισημαίνει η ερευνήτρια και προειδοποιεί: «Στην πραγματικότητα, υπάρχουν ήδη περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες για άτομα που μολύνονται από πολυανθεκτικά βακτήρια. Είναι σημαντικό να προωθήσουμε την έρευνα για να ελαχιστοποιήσουμε το πρόβλημα ή να αρχίσουμε να αναζητούμε λύσεις βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα».