Μπροστά σε μια δύσκολη εξίσωση για πολύ δυνατούς λύτες βρίσκεται η κυβέρνηση, καθώς οι απανωτές αυξήσεις στα ασφάλιστρα ιδιωτικής υγείας τα τελευταία χρόνια έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο χιλιάδες νοικοκυριά, τα οποία μάλιστα δεν μπορούν να αφήσουν εύκολα τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια τους γιατί κινδυνεύουν με μεγάλο πέναλτι αν αποφασίσουν στο μέλλον να κάνουν νέα ασφάλιση υγείας.
Όπως ανέφερε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης το υπουργείο Υγείας εδώ και κάποιους μήνες επεξεργάζεται ένα σχέδιο σχετικά με τις εξοντωτικές αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας. «Όταν έχουμε κάτι, το οποίο μπορεί να ανακοινωθεί -και δεν θα αργήσουμε θεωρώ- θα έχουμε και σχετικές απαντήσεις από την Κυβέρνηση. Είναι δεδομένο, όμως, ότι υπάρχει συγκεκριμένο ζήτημα, το οποίο όλοι το εντοπίζουμε και πρέπει να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε» υπογράμμισε ο κ. Μαρινάκης κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
Το πρόβλημα αποτυπώνεται με σαφήνεια και στα στοιχεία του πληθωρισμού. Το Νοέμβριο τα ασφάλιστρα υγείας είχαν τη δεύτερη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση τιμών από όλα τα είδη και τις υπηρεσίες που μετράει η ΕΛΣΤΑΤ με άνοδο κατά 14% σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Με το φούσκωμα του λογαριασμού αλλά και το ποιος επιβαρύνεται -οι ασφαλισμένοι- να είναι τα μόνα δεδομένα, αυτό που θα αναζητηθεί από την κυβέρνηση είναι το ποιος είναι αυτός που ωφελείται στην πραγματικότητα, και άρα το ποιος μπορεί να «κόψει» για να μειωθεί το κόστος.
Η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) πάντως δείχνει προς τα ιδιωτικά νοσοκομεία, ως τους υπαίτιους των αυξήσεων. «Οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν δημιουργούν, ούτε διαμορφώνουν οι ίδιες τις δαπάνες υγείας. Τις πληρώνουν… Άρα, η δημόσια συζήτηση, η οποία εξαντλείται στις ασφαλιστικές εταιρίες χωρίς να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που διαμορφώνουν το κόστος της ασφάλισης δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα», ανέφερε η ΕΑΕΕ σε χθεσινή της ανακοίνωση για το θέμα.
Οι ασφαλιστικές έχουν «στο πλευρό τους» ένα σημαντικό εργαλείο που επιτρέπει αυτές τις αναπροσαρμογές ασφαλίστρων. Ο λόγος για τον Ενιαίο Δείκτη Υγείας (ΕΔΥ) που καταρτίζει το ΙΟΒΕ και ο οποίος θεσμοθετημένα (από το 2022) καθορίζει το ποσοστό κατά τα οποίο μπορούν να αυξηθούν τα ασφάλιστρα υγείας στα ετησίως ανανεούμενα προγράμματα. Ο συγκεκριμένος δείκτης παρακολουθεί τις πραγματικές δαπάνες και αποζημιώσεις που πληρώνουν οι ασφαλιστικές για τις παροχές υγείας και έτσι διαφοροποιείται σημαντικά από τον δείκτη «υπηρεσιών υγείας» του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΓΔΤΚ) που καταρτίζει η ΕΛΣΤΑΤ.
Σύμφωνα λοιπόν με την τελευταία έρευνα του ΙΟΒΕ, ο Ενιαίος Δείκτης Υγείας ενισχύθηκε κατά 14,6% το 2023, αύξηση αντίστοιχη με αυτή των ασφαλίστρων που ακολούθησε το 2024. Η αύξηση αυτή σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ οφείλεται τόσο στην αύξηση των περιστατικών αλλά και των συνολικών ποσών αποζημιώσεων το 2023. Σημαντικές αυξήσεις είχαν καταγραφεί και τις προηγούμενες χρονιές καθώς σε σύγκριση με το 2020 ο ΕΔΥ του 2023 ήταν αυξημένος κατά 38,1%.
Παράγοντες της αγοράς πάντως σημειώνουν πως και οι ασφαλιστικές δεν είναι άμοιρες ευθυνών. Ολα τα προηγούμενα χρόνια «έσπρωχναν» τους ασφαλισμένους προς τα ετησίως ανανεούμενα προγράμματα υγείας χωρίς καθορισμένο ποσοστό ετήσιας αύξησης των ασφαλίστρων, κάνοντας μάλιστα και ειδικές προσφορές σε παλιούς ασφαλισμένους με ισόβια προγράμματα. Έτσι, πολλοί ασφαλισμένοι έχουν εγκλωβιστεί σε προγράμματα με μεγάλες αυξήσεις τιμών τα τελευταία χρόνια τα οποία δεν μπορούν να αφήσουν εύκολα γιατί θα μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με ακόμη υψηλότερα κόστη στο μέλλον αν θελήσουν να κάνουν κάποιο ασφαλιστικό πρόγραμμα σε μεγαλύτερη ηλικία και ενδεχομένως με περισσότερα προβλήματα υγείας.
Κατά μια τραγική ειρωνεία την «καυτή πατάτα» καλείται να διαχειριστεί ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος ως υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων τότε είχε θεσμοθετήσει την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της αύξησης των ασφαλίστρων με βάση των Ενιαίο Δείκτη Υγείας (σ.σ. η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ανάπτυξης).
Τι προτείνει η ΕΑΕΕ
Η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών έχει καταθέσει στις αρμόδιες αρχές συγκεκριμένες προτάσεις για τη μείωση των ασφαλίστρων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η μείωση του ΦΠΑ στις ιατρικές υπηρεσίες, η μείωση του φόρου ασφαλίστρων τουλάχιστον σε συγκεκριμένες ηλικιακές μονάδες και η εφαρμογή ιατρικών πρωτοκόλλων στον ιδιωτικό τομέα ανεξαρτήτως του ποιος πληρώνει. Προτείνει ακόμη την ενίσχυση του ανταγωνισμού στον τομέα της υγείας μέσω απλοποίησης του πλαισίου για τη δημιουργία νέων ιδιωτικών νοσοκομείων και τη Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) μέσω συνεργασίας των ασφαλιστικών εταιρειών με δημόσια νοσοκομεία που μπορούν να μειώσουν τα κόστη για τους ασφαλισμένους.