Μεταβλητότητα και χαμηλή ορατότητα είναι τα χαρακτηριστικά που διαφαίνονται στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα της εγχώριας αγοράς. Καταλυτικό ρόλο στο τοπίο που σκιαγραφείται στο Χρηματιστήριο έχει ο τραπεζικός κλάδος, αλλά και η επόμενη ημέρα που ξημερώνει στο διεθνές και εγχώριο οικονομικό στερέωμα, καθώς από τη μία μπορεί να αχνοφαίνεται το «φως στην άκρη του τούνελ της πανδημίας», αλλά από την άλλη, η νέα περίοδος μπορεί να κρύβει αρκετές παγίδες.
Σε αυτό ακριβώς βασίζονται και οι short, που αποκτώντας σημαντικά «ερείσματα» ενεργοποιήθηκαν εκ νέου με φόντο τις τράπεζες, δημιουργώντας έτσι ένα πλαίσιο ισχυρών πιέσεων αντίστοιχο με αυτό της ΑΜΚ της Τράπεζας Πειραιώς. Πέραν αυτού ωστόσο, εδώ και αρκετές συνεδριάσεις, οι μετοχές των τραπεζών κατέγραψαν σημαντική αδυναμία στο να κινηθούν υψηλότερα, καθώς μέρος των καταλυτών, είχε προεξοφληθεί εντόνως, περνώντας στο pricing των μετοχών. Αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη κάποια κινητήριας δύναμης, καλλιέργησαν συνθήκες διόρθωσης, που με την «πυροδότηση» από μεριάς Alpha Bank κατέληξαν σε εκτροχιασμό της πλαγιοανοδικής τάσης της αγοράς (ΚΜΟ 30 στις 887,37 μονάδες - ο ταλαντωτής σχετικής ισχύος RSI οδεύει σε υποτιμημένες ζώνες) με «έκρηξη» τζίρου και παράπλευρες απώλειες για ένα μεγάλο εύρος τίτλων. Έτσι βαρύνουσας σημασίας κρίνεται ο άμεσος διαχωρισμός της πορείας της αγοράς από τον τραπεζικό κλάδο αλλά και τα «σήματα απεγκλωβισμού» που θα δώσουν οι υπόλοιπες συστημικές, καθώς έχουν διαμορφωθεί σημεία εισόδου σε μετοχές με ισχυρά θεμελιώδη και αναπτυξιακές προοπτικές, επωφελούμενες και από το άνοιγμα των οικονομικών δραστηριοτήτων και του τουρισμού.
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η μακροπρόθεσμη εικόνα που διατηρούν οι short για τον κλάδο, καθώς αν και οι στόχοι των τραπεζών για επιθετικότερες κινήσεις ως προς το σκέλος της εξυγίανσης των ισολογισμών τους από τα NPEs παραμένουν βιώσιμοι, θα πρέπει να καταβληθούν ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες για τους δύσκολους προς επίλυση γρίφους, όπως είναι το υψηλό DTC (αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση) που ουσιαστικά διατηρεί χαμηλά την ποιότητα των κεφαλαίων τους και τις κρατά μακριά από τη δημιουργία νέων επενδυτικών «stories», αλλά και αναζήτηση δραστηριοτήτων ενίσχυσης της οργανικής κερδοφορίας και των «buffer». Πρόσφατα εξάλλου, η JP Morgan εκτίμησε ότι το ποσοστό του DTC στο CET1 της Αlpha Bank θα διαμορφωθεί από 36% στο τέλος του 2020 στο 61% στο τέλος του 2022, σταθερό στο 74% - 75% στην Εθνική Τράπεζα, ενώ θα καταγράψει μικρή μείωση στο 61% από 66% για την Eurobank. Για την Τράπεζα Πειραιώς από το 62% το 2020, θα φτάσει στο 88% - 95% στο τέλος του 2022.
Όπως αναφέρει στο insider.gr ο Πέτρος Τσούρτης υπεύθυνος τμήματος ανάλυσης της Merit Sec. «το Χρηματιστήριο θα πιεστεί βραχυπρόθεσμα λόγω της άντλησης πολλών κεφαλαίων (Costamare, Aegean, Alpha Bank). Επιπλέον, οι αυξήσεις των τραπεζών, για τις οποίες είμαστε θετικοί, αρκεί να είναι υπέρ των παλαιών μετόχων, είναι καλό μεσοπρόθεσμα για την αγορά, αφού εξυγιαίνονται πλήρως και θα είναι πλέον σε θέση να χορηγούν νέα δάνεια με θετική επίπτωση στην κερδοφορία και στις αποτιμήσεις, με αποτέλεσμα ο Γενικός Δείκτης να είναι ενδεχομένως σε υψηλότερα επίπεδα, και εκτός νέου απροόπτου, το 2022». Ο ίδιος είναι βέβαιος πως στο δρόμο των ΑΜΚ που χάραξε η Τράπεζα Πειραιώς και ακολούθησε η Alpha Bank, θα κινηθεί και η Εθνική Τράπεζα, αφού πρώτα ολοκληρώσει το project της τιτλοποίησης. Πλέον, μένει να φανεί στα οικονομικά αποτελέσματα του α' τριμήνου, η εικόνα των διοικήσεων των τραπεζών για το μέγεθος των εισροών NPEs από την πανδημία και τα projects που θα τεθούν επί τάπητος.
Από την άλλη, όπως είναι φυσικό άλλωστε, οι προβολείς συνεχίζουν να είναι στραμμένοι στο Ταμείο Ανάκαμψης και στην πορεία υλοποίησης του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», καθώς οι προσδοκίες είναι ιδιαίτερα υψηλές, δημιουργώντας μια ροή θετικών επιδράσεων στο Χρηματιστήριο. Η χώρα μπορεί να λάβει αθροιστικά 30,9 δισ. ευρώ ή 16,8% του ΑΕΠ του 2019 με το μεγαλύτερο μέρος των πόρων να έχει τη μορφή επιχορηγήσεων. Το σχέδιο της κυβέρνησης αποτυπώνει ότι σχεδόν το ήμισυ των επιχορηγήσεων θα κατευθυνθεί προς την προώθηση της «πράσινης» ανάπτυξης και της ψηφιοποίησης, ενώ το υπόλοιπο θα κατευθυνθεί προς το μετασχηματισμό της οικονομίας, την ενίσχυση της απασχόλησης, τη μεταρρύθμιση του υγειονομικού συστήματος, την απλοποίηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την περαιτέρω βελτίωση της φορολογικής διαχείρισης, της ανταγωνιστικότητας και της επενδυτικής θέσης της χώρας. Το σχέδιο στοχεύει επίσης στη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, με πόρους που ανέρχονται στα 25,6 δισ. ευρώ.
Έτσι, σύμφωνα με τη Moody's, εάν το μεγαλύτερο τμήμα των επιχορηγήσεων διανεμηθεί μεταξύ 2023 - 2025 με πλήρης απορρόφηση, τότε θα υπάρξει μια ισχυρή δυναμική στην ελληνική οικονομία (και στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου σε μικρότερο βαθμό) που θα προσεγγίσει το 1% ανά έτος έως το 2027. Η υψηλότερη ανάπτυξη θα επιτρέψει στις χώρες να περιορίσουν τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης αυξάνοντας έτσι τα έσοδα, κάτι που θα οδηγήσει σε χαμηλότερους δείκτες χρέους προς ΑΕΠ. Υπό αυτό το πρίσμα, ο οίκος εκτιμά πως το δημόσιο χρέος αναμένεται να υποχωρήσει κατά 14,5% έως το 2027. Παράλληλα, η διαχείριση των πόρων του Ταμείου αναμένεται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ανατροφοδότηση κλάδων της αγοράς όπως αυτός των κατασκευών, όπου εγχώριοι όμιλοι ετοιμάζονται να υποδεχθούν σημαντικά projects και ένα εύρος έργων που υπολογίζεται στα 13 δισ. ευρώ, αλλά και της πληροφορικής από την ενσωμάτωση έργων ψηφιακού μετασχηματισμού αλλά και της ανάγκης παροχής υπηρεσιών software και εξειδικευμένου λογισμικού.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Moody's το χαμηλό rating ως προς την κυβερνητική αποτελεσματικότητα και την ποιότητα των νομοθετικών και εκτελεστικών οργάνων στην Ελλάδα, αποτελούν ισχυρές προκλήσεις, όπως άλλωστε και η κάλυψη του επενδυτικού κενού. Όπως τονίζει, παρόλο που τα ευρωπαϊκά κεφάλαια θα πρέπει να συμβάλουν στην αντιστάθμιση μέρους των απωλειών από την πανδημία, η αποτελεσματικότητά τους στη διαρκή βελτίωση της αδύναμης παραγωγικότητας και επομένως και του αναπτυξιακού δυναμικού θα εξαρτηθεί από την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως η φορολογία, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση. Το «now or never» χαρακτηρίζει απόλυτα το στοίχημα της πλήρους αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου ώστε να ξεπεραστούν χρόνιες αγκυλώσεις που μεγεθύνθηκαν εξαιτίας της πανδημίας. Και αυτό διότι, η σταδιακή άρση του πέπλου των μέτρων στήριξης πιθανώς να αποτυπώσει σαφέστερα το μέγεθος του πλήγματος στην αγορά εργασίας, στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και σε σημαντικά «παρακλάδια» της οικονομίας.
Πέραν αυτού ωστόσο, η επόμενη μέρα που ξημερώνει για τις αγορές με βάση την ταχεία ανάκαμψη που καταγράφει η αμερικανική οικονομία και μετέπειτα η Ευρωζώνη, δημιουργούν έντονες πιέσεις στις ισχυρότερες κεντρικές τράπεζες (Fed, ΕΚΤ) ώστε να θέσουν τις βάσεις για το σταδιακό tapering. Αξίζει να σημειωθεί πως οι κεντρικές τράπεζες είχαν καθοριστικό ρόλο στην καθοδήγηση του ισχυρού «bull run» που κατέγραψαν εν μέσω των πανδημικών κυμάτων οι διεθνείς αγορές, «ψηλώνοντας» απότομα μέσω του φθηνού χρήματος. Κάπως έτσι, η κατακόρυφη αύξηση της μόχλευσης (είσοδος μικροεπενδυτών, με τη βοήθεια και των πακέτων μέτρων στήριξης), όπου για τους «ταύρους» αποτελεί ένα ισχυρό σήμα που θα ωθήσει τις αγορές σε υψηλότερα επίπεδα, αλλά για τις «αρκούδες» υποδεικνύει επικίνδυνα επίπεδα κερδοσκοπικής τάσης, η έλλειψη επενδυτικής «δίψας» για ανάληψη και προσθήκη περισσότερου ρίσκου στα χαρτοφυλάκια μαζί με τον «σκύλο που αρχίζει ξαφνικά να γαβγίζει και να θορυβεί τη γειτονιά» και δεν είναι άλλος από τον πληθωρισμό, αποτελούν ίσως τους πιο ορατούς κινδύνους, για διόρθωση στις αγορές, που φυσικά θα συνεπάρει και τη ρηχή εγχώρια, που δέχεται με μεγαλύτερη ένταση τις εξωτερικές πιέσεις, απ' ό,τι ένα θετικό μομέντουμ.