Έχοντας αφήσει την περιοχή της Ελλάδας στην άκρη της στρατηγική της γύρω από τη ζώνη της Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής (CEEMEA) τα τελευταία δύο χρόνια, η JP Morgan αρχίζει πλέον να βολιδοσκοπεί κάπως καλύτερα πλέον την εγχώρια αγορά και την οικονομία.
Όπως σημειώνει, η εγχώρια αγορά ήταν και εξακολουθεί να καλύπτει ένα μικρό τμήμα των αγορών που παρακολουθεί, με ποσοστό 2,1% επί του δείκτη MSCI EMEA και 0,30% επί του EM. Γυρνώντας πίσω στο 2017, όταν η JP Morgan είχε δημοσιεύσει την τελευταία της ανάλυση για την Ελλάδα, την είχε χαρακτηρίσει μια αγορά με αρκετό ρίσκο, χωρίς να έχει μια πλήρη οπτική για αυτήν. Σήμερα ωστόσο, ο αμερικανικός οίκος έχει μια ισχυρότερη άποψη στη βάση των εξής σημείων: στην επιτυχία της εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών, επιτέλους, με το μακροοικονομικό σκηνικό να είναι θετικό και πιο ανθεκτικό στην ευρωπαϊκή ύφεση από ό,τι το μεγαλύτερο μέρος των χωρών Tσεχίας, Πολωνίας και Ουγγαρίας (CE3).
Στη βάση του «bull case» η JP Morgan στέκεται στον μικρότερο αντίκτυπο έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, με τις αναπτυξιακές προοπτικές για το 2023 να δείχνουν πιο σταθερές στη βάση των εισροών των ευρωπαϊκών πόρων, με τις εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών να έχει ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό και την τοποθέτηση να διαμορφώνεται σε μια χαμηλή βάση. Στο «bear case», αναφέρει ως κινδύνους την προβληματική μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και το μικρό μέγεθος της εγχώριας αγοράς.
Από την πλευρά των μακροοικονομικών στοιχείων, η Ελλάδα πέρασε μια δεκαετία κατά το 2010 όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα είχε μειωθεί κατά 28% από το ανώτατο επίπεδο του 2007 σε πραγματικούς όρους έως το 2020 (ακόμη -18% το 2022). Η πτώση του κατά κεφαλήν εισοδήματος είναι πραγματικά συγκρίσιμη μόνο με τους εμφύλιους πολέμους, το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, κ.λπ. Η ταπείνωση για το μέσο Έλληνα, όπως σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, περιελάμβανε και τα capital controls - δύσκολο να εξηγηθούν στο πλαίσιο μια νομισματικής ένωσης - που επιβλήθηκαν τον Αύγουστο του 2015 και διήρκεσαν για τέσσερα χρόνια.
Ωστόσο, η πορεία ανάκαμψης για την Ελλάδα φαίνεται πλέον πιο ξεκάθαρη και με μεγαλύτερα δείγματα σιγουριάς στον απόηχο της μετα πανδημικής περιόδου, με τα πακέτα στήριξης της ΕΕ. Επιπλέον, οι δεσμοί Ελλάδας - ΕΕ έχουν ενισχυθεί και βελτιώθηκαν σημαντικά υπό την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 2019, με τη χώρα να αποκομίζει ένα σημαντικό μερίδιο των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο θα βοηθήσει στο επόμενο σκέλος της ανάπτυξης.
Η JP Morgan συμφωνεί με την αξιολόγηση του ΔΝΤ ότι το Ταμείο Ανάκαμψης στηρίζει και χρηματοδοτεί τις μεταρρυθμίσεις που είναι ζωτικής σημασίας για την αύξηση της διαρθρωτικής ανάπτυξης. Το σχέδιο «Ελλάδα 2.0» έχει ήδη ξεκλειδώσει 1,8 δισ. ευρώ (περίπου 1% του ΑΕΠ) με άλλα 8 δισ. ευρώ σε έργα σε πρώιμα στάδια. Συνολικά, η κυβέρνηση σχεδιάζει να αντλήσει 32 δισ. ευρώ στη χρονική περίοδο 2021 - 2026.
Η πανωλεθρία της προηγούμενης δεκαετίας άφησε τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα υπομοχλευμένο με το χρέος των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ να είναι από τα χαμηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη. Η JP Morgan βλέπει αυτά τα χαμηλά επίπεδα χρέους του ιδιωτικού τομέα ως μια ευκαιρία για τις ελληνικές τράπεζες. Οι χαμηλές αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών υποδηλώνουν μια περιορισμένη εμπιστοσύνη στη μεσοπρόθεσμη αύξηση του δανεισμού, όπως σημειώνει ο αμερικανικός οίκος.
Συνεπώς, ο ισχυρός επενδυτικός οίκος διατηρεί ακόμη την «ουδέτερη» σύστασή του για την εγχώρια αγορά, προτιμώντας την Ελλάδα στην ζώνη της Αναδυόμενης Ευρώπης και τοποθετώντας τη μετοχή της Alpha Bank στις κορυφαίες επιλογές (CEEMEA Strategy Top 10) μετά από το 2014 για την περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA).
Για την Alpha Bank, σημειώνει πως το σκέλος της εξυγίανσης υποτιμάται από τους επενδυτές και τα funds των παγκόσμιων αναδυόμενων αγορών (GEMs), όντας και ένα τίτλος αρκετά φθηνός σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες, ενώ από την αντίπερα όχθη, δηλαδή των κινδύνων που ελλοχεύουν στην στρατηγική του, υφίστανται οι ανησυχίες για τον κλάδο και το μακροοικονομικό σκέλος της χώρας, με το χάσμα αποτίμησης να έχει μειωθεί έναντι του Stoxx Banks.
Η τιμής στόχος για τον δείκτη MSCI Greece είναι στις 18,4 μονάδες από τις 17 μονάδες με ένα upside της τάξεως του 8%. Στο «bull case», ο δείκτης μπορεί να ανέλθει έως και 15% (στις 19,5 μονάδες) ενώ στο «bear case», το περιθώριο πτώσης φτάνει στο 25% (στις 12,7 μονάδες). Η αγορά διαπραγματεύεται με δείκτη P/E στο 11,5x, με ανώτατο όριο (στο «bull case») το 11,7x και κατώτατο σημείο (στο «bear case») το 9,7x στους στόχους που θέτει ο οίκος.