Ως μια χρονιά που θα δυσκολευτούμε να ξεχάσουμε και να αφήσουμε πίσω μας, χαρακτηρίζει η Moody's Analytics την τρέχουσα, καθώς παρά τις υψηλές αντιξοότητες, η παγκόσμια οικονομία έχει καταφέρει να βαδίζει πολύ καλύτερα από ό,τι ανέμεναν οι περισσότεροι αναλυτές στα τέλη του 2022.
Ομολογουμένως, η τραπεζική κρίση που «πυροδοτήθηκε» το Μάρτιο σκόρπισε το φόβο και υπενθύμισε το πόσο εύθραυστη είναι η οικονομία και πώς θα μπορούσε να αλλάξει δραματικά η κατάσταση εν ριπή οφθαλμού. Υπό αυτό το πρίσμα, η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να «ακροβατεί σε ένα τεντωμένο σχοινί» και δε διαθέτει κανένα «μαξιλάρι» και καμία «θωράκιση» έναντι μιας απότομης ύφεσης τη στιγμή που οι κίνδυνοι παραμένουν πολύ πιο αυξημένοι από ό,τι συνήθως.
Πάρ'όλα αυτά, ο αμερικανικός οίκος εκτιμά ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,1% το 2023 (και 3% το 2024), που οδηγεί σε μια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης από το 3% του 2022, ενώ είναι χαμηλότερος και από τον μέσο όρο του 2,7% για τη χρονική περίοδο 2010 - 2021. Ωστόσο, στη βάση του ιστορικά υψηλού πληθωρισμού και των επιτοκίων που έχουν «σκαρφαλώσει» τόσο άμεσα σε υψηλά επίπεδα, η εκτίμηση αυτή θέτει σαφώς έναν αξιοπρεπή ρυθμός ανάπτυξης.
Η Barbara Teixeira Araujo, οικονομόλογος της Moody's Analytics, αναμένει σε όλες τις χώρες μια επιβράδυνση της αναπτυξιακής δυναμικής, με εξαίρεση την Κίνα - της οποίας το ΑΕΠ αναμένεται να ενισχυθεί κατά 5,1% το 2023, έναντι 2,9% πέρυσι - και ορισμένες άλλες οικονομίες της Ασίας, ειδικά εκείνες που αναμένεται να ωφελήθουν και να λάβουν τα μέγιστα από το re - opening του «κόκκινου δράκου» μετά την πανδημία του κορονοϊού. Η εικόνα στην Ευρώπη θα είναι κάπως αδύναμη, με την ανάπτυξη στις κύριες χώρες της να επιβραδύνεται, ενώ από την αντίπρα όχθη του Ατλαντικού, η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας δεν είναι τόσο ζοφερή και αναμένεται μια ανάπτυξη της τάξεως του 1,7%.
Το θετικό σημείο το οποίο παρουσιάζει η Moody's Analytics είναι το αναμενόμενο τέλος του κύκλου αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από τη μεριά των κεντρικών τραπεζών, με τον επίσημο πληθωρισμό να έχει φτάσει στα υψηλά του στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες. Το outlook που θέτει η Moody's Analytics δεν είναι τόσο αρνητικό, αλλά για να αποφευχθεί μια ύφεση, η Fed θα πρέπει να αλλάξει άμεσα ρότα και να τερματίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων. Ο οίκος αναμένει μια ακόμη αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης, ώστε τα επιτόκια να φτάσουν σε ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα από το 5%, αλλά δεν θα αποτελούσε έκπληξη εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αποφάσιζαν να κάνουν ένα βήμα πίσω. Παράλληλα, εκτιμά ότι οι οικονομικές επιπτώσεις της τραπεζικής κρίσης είναι συγκρίσιμες με αυτές δύο ή τριών αυξήσεων των επιτοκίων από τη Fed κατά 25 μονάδες βάσης. Συνεπώς ένα επιτόκιο κοντά στο 5%, είναι ήδη διπλάσιο από το εκτιμώμενο «επιτόκιο ισορροπίας» του 2,5%, ήτοι το επιτόκιο που συνάδει με τη νομισματική πολιτική που ούτε υποστηρίζει ούτε επιβαρύνει την ανάπτυξη της οικονομίας.
Στο σκέλος της Ευρωζώνης, ο πληθωρισμός βρίσκεται ήδη σε μια σαφή πτωτική τροχιά καθώς υποχώρησε στο 6,9% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο από το ανώτατο σημείο του 10,6% τον Οκτώβριο. Η Moody's Analytics αναμένει ότι η ΕΚΤ θα ολοκληρώσει τον τρέχοντα κύκλο της, τον Ιούλιο φτάνοντας τα επιτόκια στο 4,25%.
Ωστόσο, η «ρίζα» του προβλήματος και των κινδύνων για τις προοπτικές της νομισματικής πολιτικής είναι αυτός του να παραμείνει σε επίμονα σταθερά και υψηλά επίπεδα ο δομικός πληθωρισμός, κάτι που θα ανάγκαζε τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν περαιτέρω τα επιτόκια ώστε να «καταπνίξουν» τις υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις. Ενώ λοιπόν, ο δομικός πληθωρισμός στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες μεγάλες ασιατικές οικονομίες φαίνεται να μετριάζεται ή τουλάχιστον να φτάνει στο ανώτατο σημείο του, η κατάσταση στην Ευρώπη είναι αρκετά δυσμενής. Στην Ευρωζώνη, ο δομικός πληθωρισμός αυξήθηκε εκ νέου τον Μάρτιο στο 5,7% σε ετήσια βάση.
Ενώ, ο πληθωρισμός των βασικών αγαθών επιβραδύνθηκε, ο πληθωρισμός στο σκέλος των υπηρεσιών αυξήθηκε για ακόμη έναν μήνα. Την ίδια στιγμή, το κόστος παραγωγής παραμένει υψηλό, καθώς το κόστος της ενέργειας, των εισροών και των μισθών παραμένει πολύ υψηλότερο από τα επίπεδα του προηγούμενου έτους, και οι επιχειρήσεις βλέπουν επίσης μια ανθεκτική ζήτηση, ιδιαίτερα σε υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό. Η υποχώρηση των πιέσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα και η πρόσφατη πτώση των τιμών της ενέργειας αναμένεται να αρχίσουν να μειώνουν το κόστος των εισροών, αλλά με το κόστος εργασίας να αυξάνεται και την ισχυρή ζήτηση, δεν είναι σαφές ότι ο δομικός πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έχει φτάσει στα υψηλά του, όπως σημειώνει η Barbara Teixeira Araujo, που βλέπει ένα σχετικό κίνδυνο να κινηθεί προς υψηλότερα επίπεδα η ΕΚΤ στα επιτόκια.
Στο πρόβλημα του δομικού πληθωρισμού, έρχεται να προστεθεί και ο υψηλός και ανερχόμενος διψήφιος πληθωρισμός των τροφίμων που διαμορφώνει επίσης μια «τέλεια καταιγίδα» για τους κεντρικούς τραπεζίτες. Η εντυπωσιακή αύξηση των τιμών των τροφίμων έρχεται παρά το γεγονός ότι οι τιμές των βασικών προϊόντων διατροφής έχουν μειωθεί κατακόρυφα τους τελευταίους εννέα μήνες και είναι πλέον χαμηλότερες από ό,τι πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ενώ μέρος της πτώσης στις τιμές χονδρικής των τροφίμων θα μετακυλίεται τελικά στους καταναλωτές, η Moody's Anaytics αναμένει ότι η ανακούφιση αυτή θα είναι τελικά περιορισμένη. Αυτό που τονίζει ο οίκος είναι ότι η μετάβαση από τη χονδρική στη λιανική και το υψηλότερο κόστος ενέργειας και εργασίας είναι οι κύριοι παράγοντες που εμποδίζουν την άμεση μετακύλιση της μείωσης των τιμών των τροφίμων στους καταναλωτές.
Επιπλέον, υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι τα περιθώρια κέρδους για τον κλάδο των κατασκευών και του λιανεμπορίου τροφίμων έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια, ειδικά στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες κατάφεραν να περάσουν στους καταναλωτές ολόκληρη την αύξηση του κόστους των εισροών συν λίγη ακόμη. «Ενώ η παγκόσμια επιβράδυνση θα οδηγήσει σε μείωση της παγκόσμιας ζήτησης, η οποία τελικά θα μπορούσε να αναγκάσει τις εταιρείες να μειώσουν τις τιμές, η εκτίμησή μας είναι ότι χωρίς μια σοβαρή ύφεση, οι εταιρείες τροφίμων θα είναι απρόθυμες (και με πολύ αργό βηματισμό) να μειώσουν τα περιθώρια κέρδους τους στα προ πανδημίας επίπεδα», όπως σημειώνει η Moody's Analytics.
Σημαντικό τμήμα των εκτιμήσεων του αμερικανικού οίκου γύρω από το outlook βασίζεται στο ότι οι τιμές του πετρελαίου θα παραμείνουν λίγο πολύ στα τρέχοντας επίπεδα των 80 έως 90 δολαρίων το βαρέλι, αλλά σαφώς εδώ ελλοχεύουν αυξημένοι κίνδυνοι για υψηλότερες τιμές. Ενώ αναμένει την ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου τους επόμενους μήνες καθώς το τρέχον πλεόνασμα στην παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά μετατρέπεται σε έλλειμμα, η έκταση της αύξησης θα μπορούσε να εκπλήξει τις αγορές. Μια ισχυρότερη - από το αναμενόμενο - κινεζική οικονομία ενέχει σημαντικό ανοδικό κίνδυνο. Επίσης, η πρόσφατα ανακοινωθείσα μείωσης της προσφοράς από τον ΟΠΕΚ θα περιορίσει την ποσότητα επιπλέον πετρελαίου που φτάνει στην παγκόσμια αγορά και τυχόν πρόσθετες κινήσεις του καρτέλ θα μπορούσαν να ενισχύσουν περαιτέρω τις τιμές. Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος απροσδόκητων διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού λόγω παρατεταμένων γεωπολιτικών ζητημάτων και ζητημάτων ασφάλειας.
Ορισμένες χώρες ενδέχεται στη βάση αυτού, να δεχθούν ένα πιο ήπιο πλήγμα από άλλες, εάν οι τιμές του πετρελαίου αυξάνονταν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το αργό πετρέλαιο από τη Ρωσία έχει πωληθεί με discount ρεκόρ, καθώς το ευρωπαϊκό εμπάργκο ανάγκασε τη Ρωσία να βρει εναλλακτικούς προορισμούς εξαγωγής για το αργό, με τη Κίνα και την Ινδία να είναι οι κύριοι ωφελημένοι. Επιπλέον, το φθηνότερο ιρανικό πετρέλαιο - με discount μετά τις κυρώσεις από τις ΗΠΑ - παρέχει επίσης μια διόδο ασφαλείας από τις υψηλότερες τιμές για τις κινεζικές εταιρείες.
Ωστόσο, για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου θα περιέπλεκαν ακόμη περισσότερο τη ζωή των κεντρικών τραπεζών, καθώς θα εμπόδιζαν μια υποχώρηση του επίσημου πληθωρισμού προς το στόχο που θέτουν. Προσθέτοντας σε αυτό, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος νέων πιέσεων στις ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου, με δεδομένο το re - openging της Κίνας και της αυξημένης ζήτησης για LNG. Εάν οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου αυξάνονταν εκ νέου, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης πιθανότατα θα αναγκάζονταν να διατηρήσουν την «τροχιά» αυστηροποίησης της πολιτικής τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Τέλος, η Moody's Analytics αναφέρεται και στην ενότητα της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, μετά την κατάρρευση μερικών αμερικανικών περιφερειακών τραπεζών και τη «συνθηκολόγηση» της Credit Suisse που έχουν κλονίσει τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Με αφετηρία το 2020, οι τράπεζες άρχισαν να μαζεύουν τα κρατικά ομόλογα με την προσδοκία ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά και, κατ' επέκταση, θα διατηρήσουν την αξία αυτών σε υψηλά επίπεδα. Αυτό δεν συνέβη, καθώς οι κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε μια άνευ προηγουμένου αύξηση στα επιτόκια, προκειμένου να αποκλιμακώσουν τις υψηλές πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί πρόβλημα. Υπάρχουν περισσότερα από 650 δισ. δολάρια που αφορούν πιθανές και μη πραγματοποιηθείσες ζημιές στα βιβλία των αμερικανικών τραπεζών, με τον κώδωνα του κινδύνου να χτυπά μόνο εάν αυτά τα ομόλογα πωληθούν πριν από τη λήξη τους στις σημερινές χαμηλότερες αγοραίες αξίες.
Παρά τους φόβους ότι κάποιες τράπεζες ανά τον κόσμο θα αναγκαστούν να πουλήσουν τα ομόλογα που διακρατούν και να βρεθούν με ένα υψηλό φάσμα ζημιών, προκαλώντας μια εκτεταμένη και παγκόσμια οικονομική κρίση, η άποψη της Moody's Analytics είναι ότι οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η περιοχή Ασίας - Ειρηνικού βρίσκονται σε μια καλή θέση για να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα χρηματοπιστωτική αναταραχή. Σε γενικές γραμμές, οι τράπεζες είναι καλά κεφαλαιοποιημένες, διατηρούν μια στέρα βάση ρευστότητας και αντιμετωπίζουν έναν χαμηλότερο κίνδυνο για «bank runs». Αυτή η ισχύς της χρηματοπιστωτικής αγοράς θα συμβάλει στην αποτροπή της διάχυσης της τρέχουσας αναταραχής στην πραγματική οικονομία. «Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρξει μια άμεση μεταβολή της κατάστασης, επομένως θα συνεχίσουμε να εστιάζουμε και να παρακολουθούμε από κοντά τα όποια σημεία πιέσεων προκύπτουν», καταλήγει ο αμερικανικός οίκος.