Σε αύξηση της τιμής στόχου για το Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών προχώρησε η Goldman Sachs, με την εγχώρια αγορά να έχει καταγράψει μια έντονη ανοδική κίνηση που ξεπερνά το 63% από τις αρχές Οκτωβρίου του 2022, υπεραποδίδοντας σημαντικά έναντι των ευρωπαϊκών αγορών και των ΗΠΑ.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο αμερικανικός οίκος θέτει στόχο για το Γενικό Δείκτη στις 1.375 μονάδες από τις 1.200 μονάδες που ανέμενε, με την αγορά να βρίσκεται στις 1.278 μονάδες. Αυτό συνεπάγεται ένα περιθώριο ανόδου της τάξεως του 6,8% περίπου κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες.
Ο δείκτης αποτίμησης P/E NTM (πολλαπλασιαστής κερδών για τους επόμενους δώδεκα μήνες) για την εγχώρια αγορά διαμορφώνεται στο 8,8x, χαμηλότερα από το στόχο της Goldman Sachs (8,9x) τη στιγμή που τα EPS (κέρδη ανά μετοχή) εκτιμάται πως θα ενισχυθούν κατά 8% κατά τους επόμενους δώδεκα μήνες, με το consensus στο 2%. Παράλληλα, η μερισματική απόδοση εκτιμάται στο 4%.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι 1.375 μονάδες που θέτει η Goldman Sachs, ως στόχο δεν αποτελούν ένα τυχαίο σημειο, σε τεχνικό σκέλος, ο Γενικός Δείκτης είναι πολύ κοντά στο να ενεργοποιήσει σε μακροπρόθεσμο γράφημα τον πρώτο σχηματισμό αντιστροφής (double bottom), με την υπέρβαση των 1.379,42 μονάδων (neckline). Επιπρόσθετα, η ενεργοποίηση θα σημάνει και επίσημα την αντιστροφή της τάσης στο Χρηματιστήριο. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε, πως το παραπάνω επίπεδο αποτελεί την κορυφή που δημιούργησε τον χαμηλότερο πυθμένα των τελευταίων ετών (420,82 μονάδες), άρα μας δίνει την πληροφορία ότι αποτελεί μια πολύ ισχυρή αντίσταση. Στη περίπτωση υπέρβασης των 1.379,45 μονάδων, θα έχουμε ενεργοποίηση του σχηματισμού και σύμφωνα με τη θεωρία του διπλού πυθμένα, η τιμή θα προσεγγίσει το 200% του Fibonacci, μέσω δύο πιθανών σεναρίων.
Το πρώτο, αφορά την ανοδική διάσπαση των 1.379,45 μονάδων, με τον Γενικό Δείκτη να συνεχίζει σε υψηλότερα επίπεδα, πραγματοποιώντας ένα ισχυρό «ράλι» μέχρι να προσεγγίσει το 200%. Το δεύτερο πιθανό σενάριο έγκειται, στο να διασπαστεί το επίπεδο των 1.379,45 μονάδων και εν συνέχεια να «συναντήσει» ο Γενικός Δείκτης τον ΚΜΟ 200 στις 1.421 μονάδες, όπου θα λειτουργήσει ως μια ιδιαίτερα ισχυρή αντίσταση, με αποτέλεσμα τη διόρθωση από το 23,6% μέχρι το 38,2% και με την ολοκλήρωση αυτής, να συνεχίσει εκ νέου ανοδικά για το 200%.
Προτιμά τις ελληνικές τράπεζες η Goldman Sachs
Ευρύτερα, ως προς τα «carry trades», οι αναλυτές σημειώνουν πως τείνουν να «τρέχουν» καλύτερα όταν η «κυκλική» έκθεση είναι σταθερή και το δολάριο καταγράφει μια πλάγια κίνηση. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι αναλυτες διαπιστώσουν ότι οι τράπεζες συγκεκριμένων αναδυόμενων αγορών τείνουν επίσης να υπεραποδίδουν, δεδομένης της έκθεσής τους στην εγχώρια ανάπτυξη. Επιπλέον, αυτός ο κλάδος τείνει να έχει καλύτερες επιδόσεις όταν οι αγορές ομολογων τιμολογούν πιθανούς κύκλους μείωσης των επιτοκίων. Συνεπώς, ο αμερικανικός οίκος διατηρεί την προτίμησή του για τις τράπεζες της περιοχής ΜΕΝΑ - Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, (Κατάρ και Σαουδική Αραβία), της Χιλής, της Κολομβία, της Ταϊλάνδης και της Ελλάδας. Όπως είχει σημειώσει άλλωστε, οι τράπεζες σε αυτές τις περιοχές είναι άκρως ελκυστικές από μακροοικονομική άποψη και γιαυτό είχε συστήσει στους επενδυτές να ανοίξουν «long» θέσεις ως προς αυτές έναντι του ευρύτερου κλάδου των καταναλωτικών αγαθών στις αναδυόμενες αγορές.
Να υπενθυμίσουμε πως η Goldman Sachs διατηρεί σταθερή τη σύσταση «buy» για τη μετοχή της Alpha Bank, της Εθνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Πειραιώς έχοντας αυξήσει περαιτέρω τις τιμές στόχους στα 1,95 (από 1,70 ευρώ) στα 6,90 ευρώ (από 6,20 ευρώ) και στα 3,35 ευρώ (από 2,75 ευρώ) αντίστοιχα. Από την άλλη, διατηρεί την «ουδέτερη» σύσταση για τη μετοχή της Eurobank με τιμή στόχο στα 1,70 ευρώ πλέον, από 1,55 ευρώ προηγουμένως. Να σημειωθεί πως οι αναλυτές του οίκου διατηρούν σταθερό το κόστος ιδίων κεφαλαίων (COE) στο 16% και για τις τέσσερις.
Επιπλέον, ο αμερικανικός οίκος περιορίζει μερικώς την εκτίμησή του και για την πορεία του δείκτη MSCI EM (MSCI Αναδυόμενων Αγορών) στις 1.100 μονάδες από τις 1.150 μονάδες προηγουμένως, διατηρώντας σταθερό τον στόχο για τον Stoxx 600 στις 500 μονάδες και για τον S&P 500 στις 4.700 μονάδες.