Κόντρα σε πολλά μέτωπα και γεωπολιτικά ρίσκα κινήθηκε το Χρηματιστήριο στη σημερινή συνεδρίαση, υπερβάλλοντας ευατόν, αλλά χάνοντας στις δημοπρασίες τις 1.180 μονάδες.
Η κλιμακούμενη κατάσταση στη Μέση Ανατολή προκαλεί περαιτέρω ανησυχίες και εκνευρισμό στις αγορές, μετά την έκρηξη σε νοσοκομείο της Γάζας όπου χιλιάδες άμαχοι είχαν καταφύγει χθες το βράδυ, ενώ και η επίσκεψη Μπάιντεν μόνο σημάδια αισιοδοξίας δε φαίνεται να έφερε. Το ζήτημα είναι πλέον, αν μετά τη χθεσινή αιματοχυσία θα αρχίζει σταδιακά και στη βάση της διπλωματίας να υπάρχει σε έναν πρώτο βαθμό μια κατάπαυση του πυρός και αποφυγή μιας μεγαλύτερης περιφερειακής έντασης στην περιοχή.
«Είμαι θλιμμένος και σοκαρισμένος για την έκρηξη στο νοσοκομείο της Γάζας. Και με βάση αυτά που είδα, φαίνεται ότι αυτό πραγματοποιήθηκε από την αντίπαλη πλευρά», δήλωσε ο Τζο Μπάιντεν προσθέτοντας ότι η Ουάσινγκτον θα προσφέρει ό,τι χρειάζεται στο Ισραήλ ώστε να αμυνθεί απέναντι στην οργάνωση Χαμάς. «Πρέπει να κρατήσουμε στο μυαλό μας ότι η Χαμάς δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο του παλαιστινιακού λαού και δεν του φέρνει παρά δεινά», πρόσθεσε ο Τζο Μπάιντεν.
Μετά τις δηλώσεις αυτές, το Ιράν ζήτησε την επιβολή εμπάργκο πετρελαίου σε βάρος του Ισραήλ. Συγκεκριμένα, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Χοσεΐν Αμιραμπντολαχιάν σημείωσε ότι θα πρέπει να υπάρξει «άμεσο και πλήρες εμπάργκο στο σιωνιστικό καθεστώς από τις ισλαμικές χώρες, ένα εμπάργκο πετρελαίου κατά του καθεστώτος», σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου στο Telegram. Προέτρεψε, επίσης, τις μουσουλμανικές χώρες να απελάσουν τους Ισραηλινούς πρεσβευτές.
Η ανησυχία των αγορών σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με το ενδεχόμενο εμπλοκής του Ιράν στη σύγκρουση μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς.
Να σημειωθεί πως για άρδην αλλαγή του πολιτικού και οικονομικού σκηνικού προειδοποιεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας σε συνέντευξή του στους FT, θέτοντας στο τραπέζι την ανάγκη αλλαγής ρότας, λίγες μόλις ημέρες πριν από την κρίσιμη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον επανακαθορισμό της επιτοκιακής της πολιτικής. Η ραγδαία επιδείνωση του πολεμικού σκηνικού στο Ισραήλ και οι ολοένα πιο έντονοι φόβοι μίας ευρύτερης ανάφλεξης, θέτουν πλέον εν αμφιβόλλω όλους τους πρότερους οικονομικούς σχεδιασμούς.
Παράλληλα, το sell off των ομολόγων συνεχίζεται και βασίζεται πέρα από τα παραπάνω γεγονότα στις πολύ ισχυρές λιανικές πωλήσεις για τον Σεπτέμβριο που ανακοινώθηκαν χθες. Ο βασικός δείκτης σημείωσε άνοδο κατά +0,7% (έναντι +0,3% που αναμένονταν), ενώ υπήρξε και ανοδική αναθεώρηση του αριθμού του Αυγούστου. Επιπλέον, ήταν ο έκτος συνεχόμενος μήνας που οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν, ενώ και η βιομηχανική παραγωγή ήταν επίσης ισχυρότερη από το αναμενόμενο, με +0,3% άνοδο τον Σεπτέμβριο (οι αναλυτές ανέμεναν σταθερή κίνηση), αν και με αναθεώρηση προς τα κάτω σε σχέση με τον Αύγουστο. Αυτά τα θετικά σημάδια για την οικονομία σήμαιναν ότι οι επενδυτές αποτίμησαν μια αυξανόμενη πιθανότητα νέας αύξησης των επιτοκίων από τη Fed.
Στην πραγματικότητα, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης τιμολογούσαν με πιθανότητα 59,5% μια ακόμη αύξηση των επιτοκίων μέχρι το κλείσιμο χθες, η οποία είναι η πρώτη φορά που είναι πάνω από 50% από τις 3 Οκτωβρίου. Το αμερικανικό δεκαετές βρίσκεται πλέον 4,894%, έχοντας δει και επίπεδα κοντά στο 4,88% με την κατάσταση στα ομόλογα να προκαλεί έντονο εκνευρισμό στους traders στις μετοχές αλλά και στις μεγάλες τράπεζες που διακρατούν έναν υψηλό όγκο τέτοιων τίτλων, γράφοντας προς ώρας σημαντικές ζημιές.
Από την άλλη, το Χρηματιστήριο έδειξε σήμερα να βρίσκεται πατήματα με την αξιολόγηση της S&P την Παρασκευή να υπετερεί στην ψυχολογία των επενδυτών, έναντι των γεωπολιτικών και των πληθωριστικών κινδύνων, που καραδοκούν, με την εικόνα που παρουσιάζει το πετρέλαιο.
Παράλληλα, σημαντικά περιθώρια ανόδου για τη μετοχή της Eurobank αναμένει η JP Morgan, αναγνωρίζοντας πως η εξαγορά επιπλέον ποσοστού της τάξεως του 7,2% (29.710.012 μετοχές), στην Ελληνική Τράπεζα, φτάνοντας έτσι στο 55,3% και εν αναμονή της έγκρισης των ρυθμιστικών αρχών που θα την καθιστά πλέον ως θυγατρική του ομίλου, θα λειτουργήσει ως θετικός «καταλύτης» για τη συστημική τράπεζα.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο αμερικανικός οίκος αυξάνει σημαντικά την τιμή στόχο για τη μετοχή της Eurobank στα 2,60 ευρώ από 2,25 ευρώ προηγουμένως, με σύσταση «overweight». Η μετοχή «έτρεξε» σήμερα, καταγράφοντας κέρδη 2,79% στα 1,511 ευρώ, βλέποντας και υψηλότερα επίπεδα, πριν τις δημοπρασίες.
Η κίνηση της Eurobank έδωσε ανάσα και στις υπόλοιπες συστημικές, με την Πειραιώς στο 3,86% και τα 2,906 ευρώ, την ΕΤΕ στο 1,68% και τα 5,44 ευρώ και την Alpha Bank στο 1,04% και τα 1,26 ευρώ, με την τελευταία να συνεχίζει να υστερεί και τους επενδυτές να αναμένουν δυναμική αντίδραση το επόμενο διάστημα.
Ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε άνοδο 0,78% στις 1.178,88 μονάδες, με τον τζίρο στα 76,7 εκατ. ευρώ. Ο FTSE 25 σημείωσε άνοδο 0,89% στις 2.883,83 μονάδες, ενώ ο τραπεζικός δείκτης υπεραπέδωσε με κέρδη 2,27% στις 939,07 μονάδες. Τα πακέτα ανήλθαν στα 10,22 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, τα βλέμματα έκλεψε η δυναμική επάνοδος της Τέρνα Ενεργειακής, με ράλι 3,64% στα 14,25 ευρώ, έχοντας δει και τα 14,40 ευρώ. Η μετοχή δείχνει να παίρνει ανάσα, μετά τις ρευστοποιήσεις επίμονου πωλητή να κλείσει τη θέση του. Η σημερινή άνοδος φαίνεται να αποτελεί να αποτελεί το έναυσμα μιας ισχυρότερης κίνησης. Μάλιστα ο τζίρος παραμένει άκρως υψηλός για τη μετοχή τις τελευταίες ημέρες.
Παράλληλα, ισχυρά κέρδη κατέγραψαν τα ΕΛΠΕ στο 2,68% και τα 6,90 ευρώ, με τη ΜΟΗ στο 1,41% και τα 23,04 ευρώ.
ΔΕΗ, Βιοχάλκο, Cenergy και ΟΤΕ έκλεισαν με ηπιότερη άνοδο, ενώ κατοχύρωση κερδών υπήρξε στη Μυτιληναίος που υποχώρησε κατά 1,12% στα 35,20 ευρώ.
Ήπιες πιέσεις σε Aegean, πιθανώς λόγω του φόβου της πορεία του πετρελαίου, αλλά και για την Τιτάν που υποχώρησε κατά 1,18% στα 16,68 ευρώ. Απώλειες 0,42% για τη Jumbo, 0,74% για την Ελλάκτωρ και 0,16% για τη Lamda.
Στα μακροοικονομικά, αύξηση του ΑΕΠ για το 2022 σε όρους όγκους κατά 5,6% σε ετήσια βάση, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ. Η προηγούμενη πρόβλεψη της στατιστικής υπηρεσίας έκανε λόγο για αύξηση ΑΕΠ κατά 5,9%. Μάλιστα, στη προηγούμενη πρόβλεψη του 5,9% βασίστηκε και η αντίστοιχη την ανάπτυξη του 2023 και 2024 η οποία κάνει λόγο για 2,3% και 3% αντίστοιχα, πριν από την σημερινή καθοδική αναθεώρηση.