Αν και οι τιμές του «μαύρου χρυσού» δείχνουν δείγματα μερικής αποκλιμάκωσης από τα υψηλά Σεπτεμβρίου, οι αναλυτές, τόσο της Goldman Sachs, όσο και της Bank of America εμφανίζονται αρκετά επιφυλακτικοί γύρω από αυτή την τάση και με το βλέμμα τόσο στην κλιμακούμενη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, όσο και στις κινήσεις των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας.
Όπως αναφέρει η BofA, οι τιμές του πετρελαίου υποχώρησαν από τα 96 δολάρια το βαρέλι στα τέλη Σεπτεμβρίου, πέριξ των 86 δολαρίων, αφού η συνεδρίαση του ΟΠΕΚ+ δεν έδωσε επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τις περικοπές της παραγωγής πετρελαίου στο πρώτο τρίμηνο του 2024. Έκτοτε, όπως αναφέρουν οι αναλυτές, οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν μερικώς λόγω των κινδύνων που προκλήθηκαν από τη σύγκρουση Ισραήλ - Χαμάς, με τους traders στα options να προσπαθούν να αποτιμήσουν τους κινδύνους μιας ευρύτερης κλιμακούμενης σύγκρουσης στα παράγωγα. Είναι σημαντικό ότι οι τιμές του Brent δεν ανέκαμψαν ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε συγκεκριμένης διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού, αλλά λόγω των φόβων για μετατοπίσεις, επειδή οι εξαγωγές αργού πετρελαίου στη Μέση Ανατολή κυμαίνονται κατά μέσο όρο στα 16,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως περίπου τους τελευταίους μήνες και αντιπροσωπεύουν το 17% του παγκόσμιου όγκου πετρελαίου.
Πέρα από τον ΟΠΕΚ+, η BofA σημειώνει πως υπάρχουν και άλλα αποθέματα ασφαλείας που μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές. Εξετάζοντας τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου, οι αναλυτές σημειώνουν ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να αγοράσει μεταξύ 100 - 250 εκατ. βαρελιών στα 67 - 72 δολάρια το βαρέλι για το αμερικανικό αργό. Επιπλέον, το υψηλότερο κόστος εγχώριας παραγωγής άνθρακα στην Κίνα θα συμβάλει στον καθορισμό κατώτατων τιμών στις παγκόσμιες τιμές ενέργειας.
Από τη δική της πλευρά, η Goldman Sachs, αναφέρει πως πριν τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή είχε προστεθεί ένα ασφάλιστρο γεωπολιτικού κινδύνου στην αγορά αργού, οι τιμές του Brent είχαν υποχωρήσει περισσότερο από 10 δολάρια το βαρέλι από τα τέλη Σεπτεμβρίου. Το πρόγραμμα υψηλής παρακολούθησης των παγκόσμιων αποθεμάτων που διαθέτει ο αμερικανικός οίκος έχει επίσης δείξει τις μεγάλες αναλήψεις αποθεμάτων τις τελευταίες πέντε εβδομάδες.
Ενώ οι μεγάλες μειώσεις στα μη παρατηρούμενα αποθέματα προϊόντων διύλισης μπροούν κατ' αρχήν να εξηγούν το χάσμα, η πρόσφατη κατάρρευση των περιθωρίων των διυλιστηρίων υποδηλώνει ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανο. Ενώ τα δεδομένα υψηλής συχνότητας στα αποθέματα υποδεικνύουν τον κίνδυνο ενός πιο ήπιου ισοζυγίου, η Goldman Sachs συνεχίζει να αναμένει ελλείμματα 1,1 εκατ. βαρελιών ημερησίως στο τέταρτο τρίμηνο του 2023 και 0,8 εκατ. βαρελιών ημερησίως το 2024, με την υποκείμενη τάση να παραμένει ελλειματική στην αγορά πετρελαίου.
- Διαβάστε επίσης: IEA: Μια επιδείνωση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πετρελαϊκό σοκ
Οι αναλυτές συνεχίζουν να παρακολουθούν από πολύ κοντά τα δεδομένα των αποθεμάτων και των εξαγωγών υψηλής συχνότητας και συνεχίζουν να προβλέπουν ότι το Brent θα αυξηθεί στα 100 δολάρια βαρέλι μέχρι τον επόμενο Ιούνιο, με τις τιμές του πετρελαίου πιθανότατα να παραμένουν στα 80 - 105 δολάρια το βαρέλι.
Από τη μεριά της η Societe Generale, εκτιμά πως το Brent θα «χτυπήσει» τα 95 δολάρια το βαρέλι στο πρώτο μισό του 2024, προτού ενισχυθεί περαιτέρω προς τα 100 δολάρια στο δεύτερο εξάμηνο του νέου έτους. Ως προς το αμερικανικό αργό, αντίστοιχα οι τιμές θα πάρουν την ανιούσα προς τα 90 και 95 δολάρια το βαρέλι αντίστοιχα. Οι εκτιμήσεις φυσικά των διεθνών οίκων θα αναθεωρηθούν τάχιστα, εάν η κατάσταση στη Μέση Ανατολή κλιμακωθεί περαιτέρω με την εμπλοκή και άλλων, ενώ πολλοί αναλυτές εκφράζουν τη θέση πως η τωρινή αποκλιμάκωση αποτελεί μια ηρεμία πριν την καταιγίδα με τους traders να παίρνουν κέρδη τους προς ώρας και να ετοιμάζονται να στείλουν υψηλότερα τις τιμές, τονίζοντας το ρόλο της Ρωσίας και της Σαουδικής Αραβίας δύο από τους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο που διατηρούν σταθερές τις περικοπές παραγωγής.