Ένας εκ των κορυφαίων αναλυτών ο Ajay Rajadhyaksha της Barclays, δηλώνει αισιόδοξος για το παγκόσμιο μακροοικονομικό outlook, ενόψει της έλευσης του νέου έτους.
Ο συνεπικεφαλής του Global FICC Research του βρετανικού επενδυτικού οίκου εκτιμά πως οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται κοντά στη γραμμή τάσης, η Κίνα είναι πιθανό να θέσει ένα «πάτωμα» στην ανάπτυξης και οι μειώσεις των επιτοκίων έχουν ήδη ξεκινήσει. Παρά τον κίνδυνο ενός δασμολογικού πολέμου, αναμέμενι ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3% επόμενο έτος κοντά δηλαδή στον ρυθμό του 2024.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η ατζέντα της επερχόμενης κυβέρνησης Τραμπ θα αποτελέσει οδηγό για τις αγορές για τους επόμενους μήνες. Αναμένουν μια άμεση εκκίνηση των πολιτικών Τραμπ αναφορικά με την απορρύθμιση και τη μετανάστευση. Η παράταση των φορολογικών μειώσεων και οι λεπτομέρειες για τους δασμούς πιθανότατα θα διαρκέσουν τουλάχιστον μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου, αν όχι περισσότερο.
Ο βασικός οικονομικός αντίκτυπος των κινήσεων της κυβέρνησης Τραμπ που σχετίζονται με τη μετανάστευση αναμένεται να είναι μέσω της επιβράδυνσης της νέας μετανάστευσης, η οποία θα μειώσει κάπως την τάση ανάπτυξης. «Αναμένουμε ότι η απέλαση των μεταναστών χωρίς έγγραφα θα είναι της τάξεως των 400-500 χιλιάδες ετησίως, και όχι τα «εκατομμύρια» που αναφέρονται στην εκστρατεία Τραμπ», αναφέρει η Barclays.
Οι δασμοί είναι πιθανό να ωθήσουν τον δομικό πληθωρισμό υψηλότερα κάτι που θα οδηγήσει τη Fed να μειώσει μόλις δύο φορές τα επιτόκια το 2025 αντί για τρεις φορές, όπως είχε προβλέψει προηγουμένως η Barclays. Στην πρώτη του θητεία, ο Τραμπ επέκρινε συχνά δημόσια τον πρόεδρο της Fed Πάουελ για τη διατήρηση των επιτοκίων σε πολύ υψηλά, ειδικά το 2018 κατά τη διάρκεια του κύκλου αυξήσεων. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια τεταμένη σχέση μεταξύ της νέας κυβέρνησης και της Fed το 2025.
«Δεν περιμένουμε την απομάκρυνση του Πάουελ επειδή ήταν πολύ hawkish. O Πάουελ επιβεβαίωσε για ακόμη μια φορά στη συνέντευξη Τύπου της περασμένης εβδομάδας ότι δεν θα παραιτηθεί εάν του ζητηθεί και πιστεύει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει τη νομική εξουσία να τον απομακρύνει ή να τον υποβιβάσει, υπονοώντας ότι θα μπορούσε να κινηθεί νομικά εάν ο Τραμπ προσπαθούσε να τον διώξει. Ο αντίκτυπος στις αγορές θα ήταν χαοτικός εάν συμβεί μια τέτοια σειρά γεγονότων και δεν περιμένουμε να κινηθεί προς κάτι τέτοιο η κυβέρνηση του Ν. Τραμπ» επισημαίνουν οι αναλυτές.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ είναι και οι δύο υποστηρικτές της αποδυνάμωσης του δολαρίου για την ενίσχυση της μεταποίησης και των εξαγωγών. Ωστόσο, οι άλλες πολιτικές της νέας κυβέρνησης είναι όλες θετικές για το δολάριο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αγορά αντέδρασε στη νίκη του Τραμπ με άνοδο του δολαρίου. Η παράταση των φορολογικών μειώσεων που λήγουν ωθεί την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό των ΗΠΑ, καθώς και το επιτόκιο πολιτικής, και προσελκύει περισσότερες επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία σε δολάριο. Ομοίως, οι μεγάλοι δασμοί των ΗΠΑ είναι πιθανό να πιέσουν προς τα κάτω άλλα νομίσματα έναντι του δολαρίου. Το κινεζικό RMB υποτιμήθηκε πάνω από 10% έναντι του δολαρίου τους μήνες που ακολούθησαν τους δασμούς του 2018. Και η προοπτική πολυμερούς παρέμβασης για την αποδυνάμωση του δολαρίου – μια επανάληψη της Συμφωνίας Plaza του 1985 – είναι απίθανη.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΚΤ θα πρέπει να κινηθεί πολύ πιο γρήγορα, φέρνοντας το επιτόκιο στο 2% έως τα μέσα του 2025. Αυτό οφείλεται και στο ότι η Ευρωζώνη υστερεί έναντι των ΗΠΑ σε επίπεδο ανάκαμψης μετά την πανδημία. Μακροπρόθεσμα, η Ευρώπη αντιμετωπίζει σειρά προκλήσεων. Το επιχειρηματικό της μοντέλο ιστορικά περιστρέφεται γύρω από το φθηνό φυσικό αέριο από τη Ρωσία και τις εξαγωγές στον υπόλοιπο κόσμο κάτω από την ομπρέλα ασφαλείας των ΗΠΑ. Η Ευρώπη έχει ήδη προσαρμοστεί στην απώλεια ρωσικού φυσικού αερίου και η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ μπορεί να πιέσει τις χώρες της Ευρωζώνης να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες. Τέλος, το επιχειρηματικό μοντέλο της Ευρωζώνης που εστιάζεται στις εξαγωγές είναι επίσης υπό πίεση, και όχι μόνο από τις ΗΠΑ. Ειδικότερα, οι οικονομίες της Γερμανίας και της Κίνας είχαν μια συμπληρωματική σχέση win-win τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όπου η ιδιαίτερη σύνθεση των εξαγωγών της Γερμανίας ήταν συμπληρωματική της στρατηγικής ανάπτυξης και αναβάθμισης της Κίνας.
Αλλά αυτό έχει αλλάξει. Η Κίνα έχει γίνει γρήγορα ένας τρομερός ανταγωνιστής, όπου οι γερμανικές εξαγωγές όχι μόνο χάνουν μερίδιο αγοράς στην κινεζική αγορά, αλλά βρίσκονται επίσης υπό πίεση στις εγχώριες ευρωπαϊκές και άλλες αγορές. Εν τω μεταξύ, ακόμη και αν η Κίνα είναι ο κύριος στόχος των νέων δασμών των ΗΠΑ, η ευρωπαϊκή ανάπτυξη είναι πιθανό να επηρεαστεί κάπως, κυρίως μέσω του καναλιού αβεβαιότητας. «Βλέπουμε την Ευρωζώνη να ενισχύεται κατά 0,7% το επόμενο έτος, καθώς τα παραπάνω πιέζουν την οικονομία. Ομοίως, βλέπουμε την ανάπτυξη του Ηνωμένου Βασιλείου ελαφρώς υψηλότερη στο 1% το επόμενο έτος. Η θετική δημοσιονομική ώθηση θα πρέπει να μετριάζεται από το κανάλι αβεβαιότητας. Η πρόσφατη πορεία της Ευρώπης που δε δείχνει ελκυστική αλλά βασίζεται σε μια θετική ανάπτυξη φαίνεται ότι θα συνεχιστεί το 2025», αναφέρει η Barclays.
Ίσως το ισχυρότερο επιχείρημα για τους απαισιόδοξους των αγορών αφορά το μέτωπο των αποτιμήσεων. Οι σημαντικότεροι αμερικανικοί δείκτες έχουν πλέον ενισχυθεί κατά 25-30% φέτος. Οι ασιατικοί δείκτες τα πήγαν επίσης καλά, με τους Nikkei και Hang Seng να ξεχωρίζουν. Οι ευρωπαϊκές αγορές έχουν υστερήσει, αλλά εξακολουθούν να έχουν μια θετική χρονιά. Ωστόσο, με τις αμερικανικές μετοχές να παίζουν στο 22-23x 12-forward P/E, οι επενδυτές ρωτούσαν διακαώς εάν το de-rating είναι απλώς θέμα χρόνου.
«Δεν νομίζουμε. Αν και η διάρκεια δεν είναι ακόμα πιεστική, δεν αναμένουμε ότι οι αποδόσεις θα αυξηθούν σε επίπεδα που θα εκτροχιάσουν την αγορά μετοχών (το αμερικανικό δεκαετές δηλαδή πάνω από 5%). Βραχυπρόθεσμα, υπάρχει ακόμη και ο κίνδυνος η δυναμική που εμφανίζεται να αναγκάσει τους επενδυτές που δεν έχουν αναλάβει ρίσκο να κυνηγήσουν τις αγορές στα τέλη του έτους. Αλλά ακόμη και το 2025, αναμένουμε ότι τα περιουσιακά στοιχεία υψηλού ρίσκου θα δουν το μακροοικονομικό περιβάλλον σαν ένα ποτήρι μισογεμάτο. Και εμείς το ίδιο» αναφέρει ο Rajadhyaksha.