Μείωση του ελληνικού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά 40% έως το 2028 βλέπει το ΔΝΤ στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία που έδωσε σήμερα, Παρασκευή, στη δημοσιότητα, ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί τη σχετική εκτίμηση ως απαισιόδοξη.
Συγκεκριμένα, για το ελληνικό χρέος το ΔΝΤ εκτιμά πως αναμένεται να μειωθεί από περίπου 185% του ΑΕΠ το 2018 σε περίπου 145% του ΑΕΠ το 2028, υψηλότερο κατά 10% σε σχέση με την ανάλυση βιωσιμότητας του Μαρτίου 2019, λόγω των χαμηλότερων εκτιμήσεων για ανάπτυξη και πλεονάσματα.
Στην ίδια βάση το ΔΝΤ σημειώνει πως το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αναμένεται να μεταβληθεί σταδιακά ως προς το μείγμα του. «Το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας ανήκει επί του παρόντος στον δημόσιο τομέα (80% του συνολικού δημόσιου χρέους) και αυτό το χρέος διαθέτει ευνοϊκή διάρθρωση και επιτόκιο. Καθώς το δημόσιο χρέος ωριμάζει, το ποσοστό του συνολικού δημόσιου χρέους που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας αναμένεται να αυξηθεί από 20% το 2018 σε περίπου 30% μέχρι το 2028», σημειώνεται στην έκθεση.
Όλα τα παραπάνω δεν υιοθετούνται από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία μέσω δήλωσης που έκανε ο εκπρόσωπος της Ελλάδος στο ΔΝΤ Μιχάλης Ψαλιδόπουλος στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του οργανισμού, χαρακτήρισε τις εκτιμήσεις για το χρέος απαισιόδοξες.
«Οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι η ανάλυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την επιθετική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ιδιαίτερα τους τελευταίους τρεις μήνες», σημείωσε στη σχετική του δήλωση.
Ο κ. Ψαλιδόπουλος δήλωσε πως οι ετήσιες προβολές του ΔΝΤ είναι πολύ υψηλότερες από τις προβολές του ΟΔΔΗΧ, οι οποίες είναι συντηρητικές τόσο σε δεδουλευμένη όσο και σε ταμειακή βάση. Ενδεικτικά τόνισε πως σύμφωνα με την αρχική μεθοδολογία των θεσμών το πενταετές κόστος χρηματοδότησης της Ελληνικής Δημοκρατίας έπρεπε να είναι κοντά στο 3,4% αντί για το σημερινό 0,4%.
«Ο παράγοντας αυτός έχει ισχυρό αντίκτυπο όσον αφορά στα μελλοντικά επίπεδα του χρέους προς το ΑΕΠ και στις ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες έναντι του ΑΕΠ, δηλαδή και στους δύο δείκτες που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους», ανάφερε, εκφράζοντας την απορία γιατί είνα με τη νέα έκθεση του ΔΝΤ το ελληνικό χρέος είναι «λιγότερο βιώσιμο μακροπρόθεσμα», σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση (Μαρτίου 2019) που έκανε λόγο για ένα «πιο βιώσιμο» ελληνικό δημόσιο χρέος.
Ανάπτυξη και δημοσιονομικά μεγέθη
Αναφορικά με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το ΔΝΤ εκτιμά πως ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 1,8% το 2019 και θα επιταχυνθεί στο 2,3% το 2020, υποστηριζόμενος από τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και τις υψηλότερες ιδιωτικές επενδύσεις, λόγω εισροών ξένων κεφαλαίων. Ωστόσο, αναφέρει πως μεσοπρόθεσμα, οι προοπτικές ανάπτυξης επηρεάζονται από τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και τη χαμηλή παραγωγικότητα και πως η εξωτερική θέση της χώρας είναι ασθενέστερη από ότι έδειχναν τα προκαταρκτικά μεσοπρόθεσμα θεμελιώδη στοιχεία. Στο σημείο αυτό τονίζεται πως οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία είναι σημαντικοί και αναφέρεται στον αυξανόμενο εμπορικό προστατευτισμό, στην ασθενέστερη παγκόσμια ανάπτυξη, στα εμπόδια που τίθενται στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και στην περαιτέρω επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών.
«Η νέα κυβέρνηση ορθώς δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη, αλλά αντιμετωπίζει μια δύσκολη μάχη. Οι προοπτικές ανάπτυξης επηρεάζονται από κληρονομιές του παρελθόντος (υψηλό δημόσιο χρέος, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπερχρεωμένους δανειολήπτες), χαμηλή παραγωγικότητα, έλλειψη επενδύσεων, ασθενής κουλτούρα πληρωμών και δυσμενή δημογραφικά στοιχεία. Αν και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά την επόμενη δεκαετία και ο κίνδυνος ρευστότητας σε μεσοπρόθεσμη βάση θα είναι χαμηλός, η μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα του χρέους δεν διασφαλίζεται βάσει ρεαλιστικών μακροοικονομικών δημοσιονομικών παραδοχών. Το προσωπικό εκτιμά ότι υπάρχει υπερεκτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτοί και άλλοι παράγοντες αφήνουν την Ελλάδα ευάλωτη σε μια σειρά από εξωτερικές και εγχώριες διαταραχές», τονίζεται στην έκθεση.
Στο σημείο αυτό το ΔΝΤ σημειώνει πως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές θα καταστούν πιο ισορροπημένες, αν οι μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης επιφέρουν ταχύτερα αποτελέσματα και οι αγορές αντιδράσουν ευνοϊκά στην εν λόγω πρόοδο. «Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την πολιτική της εντολή και να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα, μέσω του καθαρισμού των ισολογισμών των τραπεζών, τη βελτίωση της φορολογικής πολιτικής, την απλούστευση της χορήγησης αδειών για τις επιχειρήσεις, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Ένα βασικό ερώτημα είναι κατά πόσον οι αρχές μπορούν να ξεπεράσουν τα μακροχρόνια κατεστημένα συμφέροντα που παραδοσιακά εμπόδιζαν τις μεταρρυθμίσεις», τονίζεται με νόημα.
Αναφορικά με το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής τονίζεται πως θα πρέπει να εξισορροπηθεί προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη και η κοινωνική ένταξη. «Τα σχέδια για τη μείωση των άμεσων φορολογικών συντελεστών και την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης είναι ευπρόσδεκτα αλλά μπορούν να επιτευχθούν περισσότερα με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης», σημειώνει το ΔΝΤ επαναφέροντας έτσι τη θέση του για τη μείωση του αφορολογήτου. Ειδικά για το επίκαιρο θέμα του ξεπλύματος χρήματος στην Ελλάδα η έκθεση του ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα έχει ενισχύσει το καθεστώς της σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, ωστόσο αναφέρει πως εξακολουθούν να υπάρχουν αδυναμίες όπως π. χ. στις διώξεις για ξέπλυμα, στις κατασχέσεις και στους ελέγχους στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα.
Αλλά και για τις συντάξεις το Ταμείο επαναλαμβάνει τη γνώστη θέση πως θα πρέπει να μειωθούν. «Σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ, η Ελλάδα εξακολουθεί να δαπανά υπερβολικά για συντάξεις και μισθούς και πολύ λίγα για άλλες κοινωνικές δαπάνες (π.χ. εισόδημα κοινωνικής αλληλεγγύης και δημόσια υγεία) και επενδύσεις. Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών θα βελτίωνε την εκτέλεση του προϋπολογισμού στο μέτωπο των δημοσίων επενδύσεων, θα ενίσχυε τον έλεγχο του προϋπολογισμού και θα ενίσχυε τη διαχείριση του δημοσιονομικού κινδύνου (συμπεριλαμβανομένων και των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων)», τονίζεται στην έκθεση.
Το ΔΝΤ επικροτεί τις πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης για την αγορά εργασίας λέγοντας πως «είναι ευπρόσδεκτες», σημειώνει πάντως πως χρειάζονται περισσότερα για τη στήριξη της υψηλότερης απασχόλησης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Βάρος δίνει στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, αλλά και στη δρομολόγηση πολιτικών για την ενίσχυση της απασχόλησης (π.χ. ενεργών πολιτικών για την αγορά εργασίας και εξάλειψη των σημείων που εμποδίζουν τη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό).
Ειδικά για τις τράπεζες το ΔΝΤ χαρακτηρίζουν την εξυγίανση του τραπεζικού τομέα ύψιστη προτεραιότητα. «Οι αδύναμες τράπεζες εμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης και δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι στόχοι της κυβέρνησης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και το πρόγραμμα «Ηρακλής» θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική υποστήριξη. Ωστόσο, χρειάζεται μια πιο ολοκληρωμένη, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική για την πλήρη αποκατάσταση της υγείας των τραπεζών», επισημαίνει το Ταμείο.
Τέλος, στην έκθεση επαναλαμβάνεται η πάγια θέση του ΔΝΤ για μείωση των δημοσιονομικών στόχων, ώστε να δημιουργηθεί περισσότερος χώρος για επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες. «Ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019 αναμένεται να ευθυγραμμιστεί με τη δέσμευση της Ελλάδας προς τους Ευρωπαίους εταίρους, ωστόσο θα εξαρτηθεί για άλλη μια φορά από την υστέρηση της υποαπορρόφησης των δημόσιων επενδύσεων. Για το 2020 και προς τα εμπρός, το προσωπικό συνιστά κυβέρνηση και Ευρωπαίοι εταίροι να συμφωνήσουν γύρω από μια ουσιαστικά χαμηλότερη πορεία του πρωτογενούς ισοζυγίου, δεδομένου ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική χαλάρωση και κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες (π.χ. στον τομέα της υγείας) και επενδυτικές ανάγκες», αναφέρεται στην έκθεση.
Ο επικεφαλής του κλιμακίου του ΔΝΤ για την Ελλάδα Πίτερ Ντόλμαν σχολιάζοντας σε Έλληνες ανταποκριτές το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί πεσιμιστική την έκθεση του ΔΝΤ για το χρέος απάντησε ως εξής: «Δεν νομίζω πως υπάρχει κάποια διαφωνία για τα τρέχοντα επίπεδα του χρέους. Έχουμε κοινές εκτιμήσεις για τα μεσοπρόθεσμα επίπεδα του χρέους. Η διαφορά μας συνίσταται στο τί θα συμβεί μακροπρόθεσμα. Μεσοπρόθεσμα μπορείτε να δείτε στους πίνακες της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους πως έχουμε ενσωματώσει χαμηλότερα επιτόκια που απεικονίζουν τα χαμηλότερα επίπεδα δανεισμού. Έως το 2024 το μέσο επιτόκιο είναι περίπου 0,50% χαμηλότερα, σχεδόν 40 μονάδες βάσης. Το όφελος που έχει παραχθεί για τη χώρα σχετίζεται με το υψηλό επίπεδο δανεισμού της Ελλάδος σε σταθερό επιτόκιο από τον επίσημο τομέα, κάτι που θα χρειαστεί κάποιο διάστημα για να αλλάξει. Για το πρωτογενές αποτέλεσμα εκτιμούμε ένα μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με τη Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτι που επηρεάζει τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ και για τους ρυθμούς ανάπτυξης έχουμε διαφορές στη βραχυπρόθεσμη εκτίμηση. Εμείς βλέπουμε ανάπτυξη 2,3% για το 2020 οι ελληνικές αρχές βλέπουν ανάπτυξη 2,8%. Υπάρχουν ερωτηματικά για αυτό αλλά θα δούμε πως θα εξελιχθεί για να προσαρμόσουμε την ανάλυση βιωσιμότητα του χρέους μας».