Πρόσβαση στο Internet με ονομαστική ταχύτητα 10 Mbps και πραγματική ταχύτητα τουλάχιστον 4 Mbps θα έχει δυνητικά και το πιο απομακρυσμένο νοικοκυριό στην Ελλάδα, μετά και την νέα υπουργική απόφαση για την Καθολική Υπηρεσία που υπέγραψε χθες ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Θεόδωρος Λιβάνιος.
Στην λογική της Καθολικής υπηρεσίας των φωνητικών κλήσεων, η νέα ΥΑ επεκτείνει την κάλυψη της ευρυζωνικότητας σε όλη την Επικράτεια, ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο σημείο της χώρας, διασφαλίζοντας έστω την δυνατότητα στους καταναλωτές να εκτελούν βασικές εργασίες, όπως η ανταλλαγή email, η ενημέρωση κλπ.
Αναλυτικότερα, προβλέπεται να παρέχεται
- υπηρεσία ευρυζωνικής πρόσβασης στο διαδίκτυο με ελάχιστη ονομαστική ταχύτητα καθόδου (download) 10 Mbps και ανόδου (upload) 1 Mbps και με πραγματική ταχύτητα καθόδου (download) όχι μικρότερη από 4 Mbps και τουλάχιστον 30 GigaByte διαθέσιμα το μήνα, σε περίπτωση που η υπηρεσία δεν προσφέρεται με σταθερή πάγια χρέωση (flat rate) ανεξαρτήτως κατανάλωσης δεδομένων.
- Επιπλέον προβλέπονται δωρεάν απεριόριστες κλήσεις σε αστικά και υπεραστικά ή χρόνο ομιλίας 1500 λεπτών το μήνα προς σταθερά ή σταθερά και κινητά δίκτυα, σε περίπτωση που η υπηρεσία δεν παρέχεται μέσω σταθερού δικτύου.
Τα προαναφερθέντα θα πρέπει να προσφέρονται στον τελικό χρήστη με ανώτατο όριο τιμής τα 27 ευρώ το μήνα συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. και τελών.
Τα παραπάνω είναι υποχρεωτικό να παρέχονται από τον πάροχο ή τους παρόχους που θα αναλάβουν την καθολική υπηρεσία σε όλες τις απομακρυσμένες περιοχές που δεν καλύπτονται ή δεν προβλέπεται να καλυφθούν από τα επενδυτικά σχέδια των παρόχων, ούτε όμως κι από τα νέα δίκτυα που θα αναπτυχθούν στο πλαίσιο του «Ultra-Fast Broadband».
Ο πάροχος θα επιλεγεί κατόπιν σχετικού διαγωνισμού που θα διενεργήσει η ΕΕΤΤ εντός τριών μηνών από την θέση σε ισχύ της απόφασης και εφόσον πληροί όλες τις προϋποθέσεις για τον καθορισμός της Καθολικής υπηρεσίας που ορίζει η Απόφαση. Σε περίπτωση που δεν εκδηλωθεί ενδιαφέρον από τις επιχειρήσεις ή η διαγωνιστική διαδικασία αποβεί άγονη, τότε η ΕΕΤΤ θα ορίσει ως καθορισμένη επιχείρηση, αυτήν που έχει σημαντική ισχύ στην αγορά χονδρικής παροχής τοπικής πρόσβασης σε επίπεδο Επικράτειας. Αν μάλιστα υπάρξουν περισσότερες από μία επιχειρήσεις με σημαντική ισχύ στην αγορά χονδρικής, η Καθολική Υπηρεσία μπορεί να αναληφθεί τμηματικά από περισσότερους από έναν παρόχους, χωρίζοντας την ελληνική επικράτεια έως και σε επίπεδο περιφέρειας.
Η διάρκεια της σύμβασης θα είναι για τρία έτη και ο πάροχος που θα αναλάβει την Καθολική Υπηρεσία προβλέπεται να αναλάβει και το κόστος της σύνδεσης των απομακρυσμένων περιοχών εάν αυτό δεν ξεπερνά τα 1.500 ευρώ. Σε διαφορετική περίπτωση - δηλαδή αν το κόστος για νέες συνδέσεις υπερβαίνει το ποσό των 1.500 ευρώ, την διαφορά αναλαμβάνει να καλύψει ο τελικός χρήστης ή χρήστες.
Να υπενθυμίσουμε ότι το κατώτατο όριο πραγματικής ταχύτητας στα 4 Μbps (download) τέθηκε ύστερα από εισήγηση της ΕΕΤΤ και κατόπιν σχετικής διαβούλευσης. Βάσει μετρήσεων ωστόσο, το ποσοστό των συνδρομητών που λαμβάνουν σήμερα υπηρεσίες με την εν λόγω ταχύτητα δεν ξεπερνά το 3% των νοικοκυρών της χώρας που συνδέονται στο διαδίκτυο. Δεδομένου μάλιστα ότι πολλές από τις σύγχρονες εργασίες που εκτελούνται διαδικτυακά μετά και την ψηφιοποίηση που έφερε η πανδημία του κορονοϊού δεν μπορούν να εκτελεστούν απρόσκοπτα σε αυτή την ταχύτητα, δεν αποκλείεται να αναπροσαρμοστεί τα επόμενα χρόνια.
Σημειωτέον ότι βάσει της σχετικής εισήγησης της ΕΕΤΤ πέρυσι, για να προχωρήσει η Καθολική Υπηρεσία και λαμβάνοντας υπόψη τις επενδύσεις που δρομολογούνται ήδη από τους παρόχους για συνδέσεις οπτικών ινών, την δράση Super Fast Broadband αλλά και την δράση Rural Broadband που θα φέρει Intermet σε λευκές περιοχές της χώρας, θα πρέπει να αναβαθμιστούν περίπου 300 με 500 καμπίνες. Το κόστος για την εν λόγω αναβάθμιση, σύμφωνα με την Επιτροπή, ανέρχεται μεταξύ 26,5 και 44 εκατ. ευρώ. Στην περίπτωση μάλιστα που το επαρκές εύρος ζώνης οριστεί όχι στα 4Mbps αλλά στα 10 Mbps και δεδομένου ότι η ταχύτητα εξαρτάται από την απόσταση των συνδρομητών από την καμπίνα θα χρειαστεί αναβάθμιση ακόμα 115 καμπινών, γεγονός που αυξάνει τον λογαριασμό κατά 10 εκατ. ευρώ.