Φόβους για έναν πολύ δύσκολο χειμώνα, υπό το βάρος του δυσβάσταχτου ενεργειακού κόστους, εκφράζει η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, κρίνοντας επιτακτική την ανάγκη λήψης σειράς μέτρων από την πλευρά της πολιτείας.
«Ο χειμώνας που έρχεται θα είναι δύσκολος. Βιώνουμε στιγμές δύσκολες μετά τις απανωτές κρίσεις (οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή, πληθωριστική) και οι μικρές επιχειρήσεις αδυνατούν να ανταπεξέλθουν» τόνισε χθες σε συνάντηση με δημοσιογράφους ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας, Παύλος Ραβάνης. Ο ίδιος έκανε λόγο για αυξημένη αβεβαιότητα τους προσεχείς μήνες – αβεβαιότητα μάλιστα που θα ενταθεί όσο θα πλησιάζουν οι εκλογικές αναμετρήσεις. «Παραδοσιακά ο καταναλωτής είναι πάντα συντηρητικός όσο πλησιάζουν οι εκλογές», σημείωσε.
Ο κ. Ραβάνης παραδέχθηκε πως η ενεργειακή κρίση και η εκτόξευση του κόστους των πρώτων υλών πλήττει το σύνολο της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΒΕΑ, όλοι οι κλάδοι της μεταποίησης αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, δεδομένου μάλιστα ότι η μεταποίηση δεν μπορεί να περάσει το σύνολο των αυξήσεων στον καταναλωτή, ενώ εστιάζοντας στο ενεργειακό ζήτημα εξήγησε ότι οι κλάδοι της κλωστοϋφαντουργίας και της αρτοποιίας δέχονται πρωτοφανές πλήγμα.
Ωστόσο, διατυπώνοντας μια αισιόδοξη νότα ο κ. Ραβάνης εξήγησε ότι «η ελληνική επιχειρηματικότητα αντιδρά και προσπαθεί να στηρίξει τον παραγωγικό ιστό της χώρας», ενώ αναγνώρισε ότι αυτή τη στιγμή η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε λίγο καλύτερη κατάσταση λόγω της ώθησης που έλαβε από τον τουριστικό κλάδο τους προηγούμενους μήνες.
Μάλιστα ο πρόεδρος του ΒΕΑ αποκάλυψε ότι το Επιμελητήριο ξεκινά άμεσα γύρο επαφών με τα πολιτικά κόμματα, προκειμένου να συζητηθούν οι τρέχουσες εξελίξεις και να αναζητηθούν λύσεις για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
«Μας έχει γονατίσει η ενεργειακή κρίση. Αυτή τη στιγμή το σύνολο της βιοτεχνίας πάσχει από την ενέργεια», δήλωσε με τη σειρά του ο α’ αντιπρόεδρος του ΒΕΑ, Κωνσταντίνος Δαμίγος, ενώ θίγοντας ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα αποκάλυψε ότι υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στην επιχειρηματικότητα λόγω της έλλειψης καταρτισμένου προσωπικού σε μια σειρά από κρίσιμα επαγγέλματα.
Στο πλαίσιο της συνάντησης επιβεβαιώθηκε η σταδιακή δυναμική που αποκτά η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας, μέχρι στιγμής το 2022 έχουν σημειωθεί συνολικά 800 εγγραφές νέων επιχειρήσεων, ήτοι 15 περισσότερες από τις 785 εγγραφές που είχαν καταγραφεί το 2021. Στον αντίποδα, μειωμένες σε σχέση με πέρυσι εμφανίζονται οι διαγραφές των εταιρειών από το μητρώο του ΒΕΑ, καθώς υποχώρησαν στις 287 το 2022, από 347 το 2021.
Πόσο «καίει» τις βιοτεχνικές επιχειρήσεις η αύξηση του κόστους της ενέργειας
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που παρουσίασε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο, η εκτόξευση του κόστους ενέργειας πλήττει σφόδρα τις επιχειρήσεις, με τον κλάδο που πλήττεται περισσότερο από τις μικρομεσαίες βιοτεχνίες να είναι η κλωστοϋφαντουργία. Είναι ενδεικτικό ότι σε μια επιχείρηση του κλάδου το κόστος ενέργειας για την καταβολή του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος αυξήθηκε κατά 200% σε σχέση με πέρυσι. Η εν λόγω επιχείρηση πλήρωσε επιπλέον για τους πέντε μήνες του έτους Μάιο - Σεπτέμβριο 12.771,58 ευρώ μόνο για ηλεκτρικό ρεύμα, καταβάλλοντας 24.862,48 ευρώ αντί για 12.090,90 ευρώ, ήτοι μια αύξηση 105,63% στο κόστος του ρεύματος το πεντάμηνο. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον ιδιοκτήτη της εταιρείας, με την πάροδο του χρόνου, η επιδότηση που πήρε σαν επιχείρηση από το κράτος, μειωνόταν και η επιβάρυνση στους μηνιαίους λογαριασμούς μεγάλωνε σχεδόν μήνα με τον μήνα με αποκορύφωμα τον Σεπτέμβριο.
Σε άλλη κλωστοϋφαντουργική εταιρεία που χρησιμοποιεί φυσικό αέριο, η αύξηση των τιμών που καταγράφεται το Σεπτέμβριο φέτος, σε σχέση με πέρυσι, ξεπερνά το 330%. Οι αυξήσεις αυτές αφορούν μόνο την ενέργεια, όταν οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούν καταγράφουν αύξηση από 30 έως 50%.
Πλέον, ένα αρτοποιείο που χρησιμοποιεί φυσικό αέριο για κατανάλωση 6.790 KWh το διάστημα 24/08/22- 26/09/22 καλείται να πληρώσει 1.545,81 ευρώ, όταν το ίδιο διάστημα πέρυσι για κατανάλωση 6.323 KWh κατέβαλε 502,92 ευρώ. Πρόκειται για μια αύξηση της τάξης του 207%.
Την ίδια στιγμή, αρτοποιείο που χρησιμοποιεί ηλεκτρικό ρεύμα, για κατανάλωση 16.675 KWh το διάστημα 07/07/22- 08/09/22 καλείται να πληρώσει 5.094 ευρώ, όταν το ίδιο διάστημα πέρυσι, για κατανάλωση 19.401 KWh, κατέβαλε 1.497 ευρώ. Πρόκειται για μια αύξηση της τάξης του 240%.
Αντίστοιχα, για φυσικό αέριο ιδιοκτήτης ζαχαροπλαστείου, μέλος του ΔΣ του ΒΕΑ, κατέβαλε την περίοδο 22/07/22- 23/08/22 για 5.232,85 kWh ποσό ύψους 706,52 ευρώ με τις πρόσθετες επιβαρύνσεις, ενώ την ίδια περίοδο πέρυσι για κατανάλωση 4.158,52 kWh είχε καταβάλλει 276,04 ευρώ. Σε ό,τι αφορά την αγορά πρώτης ύλης και συγκεκριμένα αλεύρι ζαχαροπλαστικής στις 29/09/22 πήρε 250 κιλά έναντι 1,16 ευρώ το κιλό, καταβάλλοντας 290 ευρώ, ενώ πέρυσι στις 13/09/21 για την ίδια ποσότητα κατέβαλε 190 ευρώ, καθώς η τιμή για το αλεύρι ήταν 0,76 ευρώ. Πρόκειται για μια αύξηση της τάξης των 52,6%. Για την αγορά λευκής κρυσταλλικής ζάχαρης στις 6 Οκτωβρίου φέτος κατέβαλε 1,25 ευρώ το κιλό, όταν πέρυσι τον ίδιο μήνα το κιλό κόστιζε 0,73 το κιλό, ήτοι αύξηση 71,2%.
Σε άλλον ιδιοκτήτη ζαχαροπλαστείου τα τιμολόγια για το ηλεκτρικό ρεύμα με την ίδια κατανάλωση διαμορφώθηκαν ως εξής:
• 07/06/22- 08/07/22 4.729 ευρώ
• 08/07/22- 08/08/22 6.425 ευρώ
• 08/08/22- 08/09/22 7.252 ευρώ
• 08/09/22- 07/10/22 3.858 ευρώ
Όπως προκύπτει, μόνο για ρεύμα για τους τέσσερις τελευταίους μήνες θα δώσει 22.264 ευρώ, ενώ το 2021 τους ίδιους μήνες κατέβαλε σωρευτικά 10.109 ευρώ, ήτοι αύξηση 120%.
Η ίδια επιχείρηση κατέβαλε τον Σεπτέμβριο φέτος για ζάχαρη 1,50 ευρώ το κιλό από 0,79 ευρώ πέρυσι (αύξηση 90%), για γάλα 1,30 ευρώ το λίτρο από 0,80 ευρώ πέρυσι (αύξηση 62,5%), για κρέμα γάλακτος 5,50 ευρώ το λίτρο από 3,80 ευρώ πέρυσι (αύξηση 44,7%) και για αλεύρι ζαχαροπλαστικής 1,06 ευρώ το κιλό φέτος από 0,70 ευρώ πέρυσι (αύξηση 51,4%).
Τι προτείνει το ΒΕΑ
Το Επιμελητήριο εκτιμά ότι οι κυβερνητικές πολιτικές πρέπει να εστιάσουν στην άμεση ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά με την χρήση κάθε δυνατού τρόπου και δη στην ενίσχυση και όχι στην περαιτέρω μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.
Ειδικότερα, ως προς την αντιμετώπιση των άμεσων και πιεστικών προβλημάτων της οικονομίας όπως έχουν προκύψει το τελευταίο έτος λόγω της ενεργειακής και όχι μόνο κρίσης, το ΒΕΑ ζητά:
• Άμεσα μέτρα για την ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας: ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, κίνητρα και παρεμβάσεις που ευνοούν την επιχειρηματική μεγέθυνση, την καλλιέργεια δεξιοτήτων, την εξωστρέφεια, την πρόσβαση στην καινοτομία
• Επιμονή στην πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση, με την επιβολή πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου και την αποσύνδεση των τιμών του φυσικού αερίου από αυτές του ρεύματος.
• Να ακολουθηθεί μια πολιτική ρύθμισης της ενεργειακής αγοράς και δραστικού περιορισμού των ανατιμήσεων.
Ειδικότερα:
Οι κινήσεις που προτείνουμε να γίνουν, είναι οι εξής :
-Επιβολή πλαφόν στις ανατιμήσεις στο πρότυπο των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών,
-Φορολόγηση του συνόλου των υπερκερδών των ενεργειακών επιχειρήσεων, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η όποια επιδότηση των χαμηλότερων πλέον τιμολογίων από αυτούς τους φόρους και όχι από τους καταναλωτές και από το κράτος,
-Προσαρμογή του ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας στα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπου οι εισηγμένες επιχειρήσεις συμμετέχουν σε ένα μικρό ποσοστό, κάτω του 29%, στην ενεργειακή αγορά. Σε αντίθεση με την Ελλάδα που συμμετέχει κατά 100%, εξαρτώντας απόλυτα τα τιμολόγια από τις αυξημένες διεθνώς τιμές του φυσικού αερίου,
• Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ή σταδιακή μείωσή του, εντός διετίας έως την οριστική κατάργησή του, με την παγιοποίηση της ανοδικής πορείας βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας. Ή εναλλακτικά το τέλος επιτηδεύματος να είναι η ελάχιστη φορολογική υποχρέωση του κάθε επαγγελματία. Δηλαδή όταν κάποιος επαγγελματίας δηλώνει κάποια κέρδη τα οποία όταν φορολογηθούν ο φόρος είναι μεγαλύτερος από το τέλος επιτηδεύματος να απαλλάσσεται από το τέλος, διαφορετικά να επιβαρύνεται με του τέλους επιτηδεύματος σαν μια ελάχιστη φορολογική υποχρέωση.
• Καθιέρωση δύο βασικών συντελεστών ΦΠΑ 11% και 22%, με διατήρηση του υπερμειωμένου συντελεστή στο 6%,
• Μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 20%. Με το υπάρχον φορολογικό σύστημα αν μια ατομική επιχείρηση παρουσιάσει κέρδη πάνω από τις 35.000 ευρώ η φορολογία της γίνεται επαχθέστερη από αυτή των μικρών εταιρειών. Για κέρδη πχ 50.000 ευρώ η ατομική επιχείρηση, θα πληρώσει 2.900 ευρώ περισσότερα. Προφανώς, το φορολογικό καθεστώς αυτό, λειτουργεί ανασταλτικά για την ζητούμενη μεγέθυνση των επιχειρήσεων των μελών μας και δημιουργεί επίσης συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού. Καλό είναι να γίνονται συνεργασίες, όμως αυτό πρέπει να είναι αποτέλεσμα επιλογής. Εναλλακτική πρόταση: ενιαία φορολογία για όλες τις επιχειρήσεις (φυσικών και νομικών προσώπων), για τα κέρδη πάνω από ένα όριο. (31.000 ευρώ περίπου ίδιος φόρος και στις 50 ευρώ στα 3.900).
• Μείωση της προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις στο 50%. Να δοθεί η δυνατότητα σε κάθε επιχειρηματία, να προκαταβάλει το φόρο που του αναλογεί, σύμφωνα με δική του πρόχειρη εκκαθάριση μέσα στη φορολογική χρήση που πραγματοποιεί τα κέρδη και για τα ποσά αυτά, να απαλλάσσεται της προκαταβολής φόρου για να υπάρχει ισονομία συγκριτικά με άλλες κατηγορίες φορολογούμενων.
• Να επανυπολογιστεί το αφορολόγητο όριο. Για τους επιχειρηματίες το όριο φορολογίας του 9% των 10.000 ευρώ, να γίνει τουλάχιστον 11.000 ευρώ. Και φυσικά με ανάλογη προσαρμογή όλων των ανώτερων ορίων αλλαγής της φορολογικής κλίμακας.
• Ελαστικοποίηση του αυστηροποιημένου πλαισίου ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθώς πλέον η ακόμη και για μία ημέρα καθυστέρηση της διευθέτησης οποιασδήποτε οφειλής (καταβολή δόσης), συνεπάγεται απώλεια της ρύθμισης και παράλληλα αύξηση του αριθμού των δόσεων πάγιων ρυθμίσεων ληξιπρόθεσμων οφειλών στον ΕΦΚΑ,
• Παροχή βιώσιμων ρυθμίσεων των προβληματικών δανείων, ώστε να επιστρέψουν στις τράπεζες και να αποκτήσουν και πάλι πρόσβαση στη χρηματοδότηση τα νοικοκυριά και κυρίως οι επιχειρήσεις καθώς λόγω πληθωριστικών πιέσεων, γεωπολιτικών εξελίξεων και αύξησης του κόστους ενέργειας, είναι πιθανή η δημιουργία νέων κόκκινων δανείων,
• Καθορισμός πλαφόν ποσοστού αύξησης ενοικίων στην επαγγελματική στέγη. Εν μέσω ενεργειακής κρίσης, παρατηρείται και αύξηση ενοικίων από τους ιδιοκτήτες επαγγελματικών χώρων, κατά το δοκούν, σε δυσθεώρητα ύψη. Ο επιχειρηματίας, καλείται, είτε να υποκύψει, είτε να αναγκαστεί να προβεί σε αλλαγή στέγης, επωμιζόμενος ο ίδιος το κόστος της μεταφοράς έδρας, τις πιθανές απώλειες του πελατολογίου του και όλα τα έξοδα που χρειάζονται για μία σχεδόν νέα αρχή. Η έστω και προσωρινή ρύθμιση από την Πολιτεία, είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και όχι μόνο. Χρειάζεται άμεση παρέμβαση για την εξομάλυνση, αυτήν την κρίσιμη περίοδο για την οικονομία, εν μέσω υψηλού πληθωρισμού.
• Μεταρρυθμίσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιώσιμη ανάπτυξη: με στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με νέα πολιτική για τα απορρίμματα με ανακύκλωση στην πηγή. Προετοιμασία των πόλεων και των μέσων μαζικής μεταφοράς για ηλεκτροκίνηση και εκπομπή μηδενικών ρύπων. Ολοκλήρωση του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.