Με τα επιτόκια της ΕΚΤ να έχουν ανέβει από τον Ιούλιο του 2022 από αρνητικά σε θετικά 4%, περνώντας εξ ολοκλήρου στα κυμαινόμενα επιτόκια των δανείων, το μέσο επιτόκιο καταθέσεων των νοικοκυριών έχει αυξηθεί μόλις κατά 34 μονάδες βάσης (μ.β.), το επιτόκιο των καταθέσεων προθεσμίας έως 1 έτος κατά 164 μ.β., ενώ η μεταβολή του επιτοκίου καταθέσεων μίας ημέρας (ταμιευτήριο) είναι μηδενική. Και βασικός λόγος γι΄ αυτό είναι η υπερβάλλουσα ρευστότητα των τραπεζών από καταθέσεις, όπως διαπιστώνεται σε σχετική ανάλυση της ΤτΕ που δημοσιεύεται στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2023.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, τον Σεπτέμβριο του 2023 η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου πολιτικής της ΕΚΤ (στις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης − MRO ή στην πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων − DFR) και του μέσου επιτοκίου καταθέσεων των νοικοκυριών διαμορφώθηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, φθάνοντας τις 413 μ.β. (έναντι του MRO) ή 363 μ.β. (έναντι του DFR). H εν λόγω διαφορά είναι ενδεικτική του κόστους ευκαιρίας που έχουν οι καταθέτες σε άλλες αποταμιευτικές επιλογές χαμηλού κινδύνου, όπως τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ή καταθέσεις στο εξωτερικό, οι αποδόσεις των οποίων είναι υψηλότερες γιατί προσαρμόζονται αμεσότερα σε μεταβολές του επιτοκίου πολιτικής.
Η προσφορά καταθέσεων, oι οποίες αποτελούν την πλέον σταθερή πηγή ρευστότητας για τις τράπεζες συναρτάται άμεσα με τον βαθμό μετάδοσης των επιτοκιακών αυξήσεων της ΕΚΤ στα επιτόκια καταθέσεων. Η σημασία των καταθέσεων στη συνολική άντληση ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης (κεντρική τράπεζα, διατραπεζική αγορά, καταθέσεις και εκδοθέντα τραπεζικά ομόλογα) έχει αυξηθεί αισθητά την τελευταία οκταετία. Το μερίδιο συμμετοχής των καταθέσεων αυξήθηκε από 51% στα μέσα του 2015 σε 81% στις αρχές του 2020 (πριν από την πανδημία) και σε 84% τον Σεπτέμβριο του 2023, που είναι το υψηλότερο ποσοστό με βάση τα ιστορικά στοιχεία από την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ.
Η διαθεσιμότητα καταθέσεων αποτυπώνεται και στον λόγο των δανείων προς τις καταθέσεις. Εάν η διαθεσιμότητα καταθέσεων στις τράπεζες είναι μεγάλη, ο δείκτης είναι χαμηλός και οι τράπεζες δεν έχουν σημαντικό κίνητρο να αυξήσουν τα επιτόκια ώστε να προσελκύσουν νέες καταθέσεις. Η ΤτΕ διαπιστώνει ότι η υψηλή διαθεσιμότητα καταθέσεων που έχουν τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες σε σχέση με το δανεισμό προς την οικονομία, τους έχει δώσει μέχρι στιγμής την ευχέρεια στον τρέχοντα ανοδικό κύκλο να διατηρήσουν τα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας αμετάβλητα σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Η αυξανόμενη χρήση των καταθέσεων μίας ημέρας ως μέσου πληρωμών την τελευταία οκταετία πιθανότατα συντελεί προς την ίδια κατεύθυνση.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, ο λόγος των δανείων προς τις καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα υποχωρούσε συνεχώς κατά τα έτη 2015-2021, εξαιτίας της απομόχλευσης στον τραπεζικό κλάδο και της σταδιακής ενίσχυσης των καταθέσεων. Αυτή η πτωτική τάση συνεχίστηκε και στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ από τα τέλη του 2021 και μετά, ο λόγος αυτός φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, αντανακλώντας αφενός τη σημαντική πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις το 2022 και αφετέρου την επιβράδυνση της ανόδου των ιδιωτικών καταθέσεων το διάστημα αυτό.
Η ΤτΕ συγκρίνει δύο περιόδους ανοδικού κύκλου των επιτοκίων της ΕΚΤ και επίπτωσής τους στα επιτόκια καταθέσεων. Κατά τον προηγούμενο ανοδικό κύκλο, από τον Δεκέμβριο του 2005 έως τον Ιούλιο του 2008, υπήρχε μεγαλύτερη ενσωμάτωση των διαδοχικών αυξήσεων της ΕΚΤ στα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας των νοικοκυριών στην Ελλάδα, σταδιακά ενισχυόμενη από 40% τον πρώτο μήνα μετά την έναρξη των αυξήσεων σε 90% (που σημαίνει σχεδόν πλήρη μετακύλιση) μέχρι την έναρξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης στα τέλη του 2007. Αντίθετα, στον κύκλο που διανύουμε τώρα, η επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων των νοικοκυριών είναι σημαντικά μικρότερης έκτασης και πιο αργή, παρά τη ραγδαία και απότομη αύξηση του επιτοκίου πολιτικής από την ΕΚΤ. Όσον αφορά τα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας, ο λόγος της σωρευτικής μεταβολής στο επιτόκιο καταθέσεων προθεσμίας και μίας ημέρας των νοικοκυριών προς την αντίστοιχη μεταβολή του επιτοκίου πολιτικής διαμορφώθηκε κοντά στο 20% σύντομα μετά την έναρξη των αυξήσεων το Δεκέμβριο του 2005, χωρίς να μεταβληθεί ουσιαστικά στη συνέχεια. Στην παρούσα φάση η μετάδοση της ανόδου των επιτοκίων πολιτικής στα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας είναι μηδενική.
Η ΤτΕ αναφέρει ότι κατά την περίοδο των αρνητικών επιτοκίων (από τον Ιούνιο του 2014 μέχρι τον Ιούνιο του 2022), τα επιτόκια καταθέσεων των νοικοκυριών παρέμειναν ελαφρώς θετικά ή μηδενικά. Ωστόσο, επισημαίνει ότι το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων έχει παρέλθει και οι τράπεζες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν αυξανόμενο ανταγωνισμό από εναλλακτικά προϊόντα που απευθύνονται σε αποταμιευτές και έχουν υψηλότερες αποδόσεις. Επιπλέον, η διαδικασία συρρίκνωσης του ισολογισμού της ΕΚΤ που είναι σε εξέλιξη είναι πιθανόν να ενισχύσει τη σημασία των καταθέσεων ως πηγής ρευστότητας για τις τράπεζες τους επόμενους μήνες, επιταχύνοντας τη μετάδοση των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής στα επιτόκια καταθέσεων.
Σωρευτικά, ο βαθμός ενσωμάτωσης των μεταβολών των επιτοκίων πολιτικής εκτιμάται υψηλότερος (66%) για τις καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών, ιδιαίτερα χαμηλός (18%) για τις καταθέσεις μίας ημέρας, ενώ ανέρχεται σε 34% για το μέσο επιτόκιο, επιβεβαιώνοντας τη σχετική αδράνεια των επιτοκίων καταθέσεων των νοικοκυριών σε μεταβολές της νομισματικής πολιτικής.
Σημειώνεται πάντως ότι, αν και τα επιτόκια καταθέσεων στη ζώνη του ευρώ έχουν σημειώσει αισθητά εντονότερη άνοδο από ό,τι στην Ελλάδα, στην παρούσα συγκυρία δεν έχουν καταγραφεί εκροές καταθέσεων προς άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.