Την πλήρη επιστροφή των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών στην κανονικότητα, επιβεβαιώνουν οι φετινές ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων τους που χαρακτηρίζονται ιστορικές λόγω της επιστροφής στη διανομή μερισμάτων μετά από 16 χρόνια.
Μετά τη γενική συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας Πειραιώς στις 28 Ιουνίου, κατά την οποία ανακοινώθηκε μέρισμα 0,063 ευρώ ανά μετοχή που καταβλήθηκε στους μετόχους στις 16 Ιουλίου, χθες η γενική συνέλευση των μετόχων της Eurobank ενέκρινε μέρισμα 0,093 ευρώ ανά μετοχή, το οποίο θα καταβληθεί στους μετόχους στις 31 Ιουλίου. Σημειώνεται ότι την τελευταία ημέρα του Ιουλίου, τόσο η Πειραιώς, όσο και η Eurobank θα ανακοινώσουν τα αποτελέσματα του α' εξαμήνου 2024, τα οποία θα συνεχίζουν στην ανοδική τροχιά του 2023.
Σήμερα ακολουθεί η γενική συνέλευση των μετόχων της Alpha Bank κατά την οποία θα εγκριθεί η διανομή μερίσματος 0,026 ευρώ ανά μετοχή. Η Alpha Bank έχει ανακοινώσει συνδυαστική πολιτική ανταμοιβής των μετόχων της, κατά 50% με τη μορφή μερίσματος σε μετρητά και κατά 50% με επαναγορά μετοχών. Στις 2 Αυγούστου η Τράπεζα θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα α' εξαμήνου. Τον κύκλο των γενικών συνελεύσεων θα ολοκληρώσει την Πέμπτη 25 Ιουλίου η Εθνική Τράπεζα, η οποία θα ανακοινώσει αποτελέσματα α' εξαμήνου την 1η Αυγούστου. Η ΕΤΕ θα διανείμει μέρισμα 0,36 ευρώ ανά μετοχή, καταβλητέο στις 2 Αυγούστου.
Η δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών να επιστρέψουν στις διανομές μερισμάτων είναι απόρροια μιας μακράς πορείας προσπαθειών και επιτευγμάτων για την έξοδό τους από την δεκαετή ελληνική κρίση. Την έξοδο από το τούνελ, και μάλιστα με αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι ελληνικές τράπεζες δεν μπορούσαν καν να φανταστούν όταν σχεδόν 10 χρόνια πριν, τα capital controls τις οδήγησαν σε κλείσιμο. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν και ικανές να αντιμετωπίσουν πιθανές προκλήσεις και να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας.
Όπως ανέφερε χθες στους μετόχους της Eurobank, ο πρόεδρος της Τράπεζας, Γιώργος Ζανιάς, η εξυγίανση των ισολογισμών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κοντεύει να ολοκληρωθεί διατηρώντας παράλληλα πολύ ψηλά τα επίπεδα κάλυψης των λίγων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που απομένουν.
Σε όρους κεφαλαίων, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται πλέον σχεδόν στο μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η επιστροφή τους στη σχετικά υψηλή οργανική κερδοφορία, που έφτασε τα 3,4 δισ. ευρώ το 2023, αποτελεί διαρκή πλέον πηγή εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων. Σημειωτέον ότι μετά από 16 χρόνια, οι 4 συστημικές τράπεζες θα καταβάλουν ξανά μέρισμα στους μετόχους τους με το συνολικό ποσό να διαμορφώνεται σε 875 εκατ. ευρώ.
Σε όρους ρευστότητας οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο με το Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (γνωστό και ως LCR) να ανέρχεται στο 220,3%, έναντι 164,4% που βρίσκεται ο ευρωπαϊκός μέσος όρος και με ένα λόγο δανείων προς καταθέσεις στο 58,8%, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός βρίσκεται πολύ ψηλότερα στο 102,7%. Μάλιστα, μια συγκριτική μελέτη που έκανε ο SSM έδειξε πως οι ελληνικές τράπεζες υπερέχουν και σε άλλους δείκτες σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Η συνεχιζόμενη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και των εποπτικών δεικτών του τραπεζικού τομέα, σε συνδυασμό με την ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας για την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδος, δημιούργησε μια ευνοϊκή συγκυρία για την υλοποίηση της απο-επένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), σηματοδοτώντας την μετάβαση στην κανονικότητα. H Eurobank ήταν η πρώτη τράπεζα από την οποία αποεπένδυσε το ΤΧΣ, μέσω της εξαγοράς των ιδίων μετοχών της.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν ότι, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, η μία μετά την άλλη οι ελληνικές τράπεζες αναβαθμίστηκαν στην επενδυτική βαθμίδα από τους διεθνείς οίκους. Μάλιστα, όπως σημείωσε ο κ. Ζανιάς, η Eurobank ηγήθηκε αυτής της διαδρομής, ενώ αναβαθμίστηκε από τη Moodys, που δεν έχει δώσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, σε μια βαθμίδα πάνω από την επενδυτική.