Θεαματική μείωση αναμένεται να δείξει ο συνολικός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών στο τέλος του 2024, στα αποτελέσματα που θα ανακοινώσουν οι τράπεζες, αρχής γενομένης από την Τράπεζα Πειραιώς στις 24 Φεβρουαρίου.
Πλέον, η μείωση των κόκκινων δανείων αφορά συνολικά στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, αφού με τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή ΙΙΙ» και η Attica Bank (έχοντας απορροφήσει την Παγκρήτια Τράπεζα) μειώνει τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της στο 2,8%.
Τα κόκκινα δάνεια βγαίνουν σταδιακά και από την οικονομία, όπως δείχνουν και τα χαρτοφυλάκια των εταιρειών διαχείρισης, καθώς το «στοκ» κόκκινων δανείων στους servicers έχει υποχωρήσει από τα 92 δισ. ευρώ το 2019 στα 67 δισ. ευρώ στο τέλος εννεαμήνου 2024.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024 ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών είχε υποχωρήσει κάτω του 3%, με την Eurobank να προπορεύεται στην αποκλιμάκωσή του, παρουσιάζοντας δείκτη ΜΕΑ 2,9%. Ακόμη χαμηλότερο δείκτη ΜΕΑ, στο 2,4%, είχε ανακοινώσει η Τράπεζα Κύπρου, ενώ δείκτη ΜΕΑ μόλις 0,92% είχε η Optima bank.
Τα επίπεδα κόκκινων δανείων που έχουν επιτύχει ήδη οι συστημικές τράπεζες είναι καλύτερα και από τα χαμηλότερα επίπεδα προ κρίσης, συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 2007, όταν ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων βρισκόταν στο 5,2%.
Σημειώνεται ότι τότε δεν υπήρχε ακόμη ο αυστηρότερος κανονισμός για τον ορισμό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με τον οποίο στα κόκκινα δάνεια εμπίπτουν όσα βρίσκονται σε καθυστέρηση πληρωμής άνω των 30 ημερών. Δεδομένου ότι στα χρόνια προ κρίσης, ως κόκκινα δάνεια θεωρούνταν όσα ήταν σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και επιπλέον την εποχή εκείνη, οι τράπεζες εμφάνιζαν μεγάλη πιστωτική επέκταση η οποία συγκρατούσε τα ποσοστά του δείκτη κόκκινων δανείων, ο άθλος που έχουν επιτύχει οι τράπεζες, εμφανίζοντας σήμερα χαμηλά μονοψήφια ποσοστά MEA λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Μειώνοντας τα κόκκινα δάνεια στα σημερινά χαμηλά επίπεδα, οι τράπεζες μειώνουν παράλληλα τα κεφάλαια που διατηρούν δεσμευμένα ως προβλέψεις για να καλύψουν επισφάλειες και έχουν τη δυνατότητα μεγαλύτερης ρευστότητας που μπορούν να κατευθύνουν σε νέες χορηγήσεις.
Βάσει των αποτελεσμάτων που ανακοίνωσαν για το εννεάμηνο του 2024, οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες που εποπτεύονται από την ΕΚΤ:
- H Eurobank μείωσε τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 2,9% στο τέλος Σεπτεμβρίου.
- Η Τράπεζα Πειραιώς παρουσίασε τον αμέσως χαμηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα του Ομίλου διαμορφώθηκαν σε 1,3 δισ. ευρώ στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024, σε σύγκριση με 2,0 δισ. ένα χρόνο πριν και ο δείκτης ΜΕΑ έπεσε στο 3,2% τον Σεπτέμβριο 2024, σε σύγκριση με 3,3% το προηγούμενο τρίμηνο και 5,5% ένα χρόνο πριν.
- Η Εθνική Τράπεζα ακολούθησε, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδο Ομίλου να παραμένει σε 3,3% το γ’ τρίμηνο 2024. Τα ΜΕΑ σε επίπεδο Ομίλου παρέμειναν αμετάβλητα σε τριμηνιαία βάση στα 1,2 δισ. ευρώ ή 0,2 δισ. μετά από προβλέψεις.
- Τέλος, η Alpha Bank μείωσε σε επίπεδο Ομίλου τον δείκτη ΜΕΑ στο 4,6%. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανήλθαν σε 1,7 δισ. ευρώ, σχεδόν αμετάβλητα σε τριμηνιαία βάση.