Πέντε παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν να στηριχθεί το «ιδιαίτερα ευάλωτο» ελληνικό τραπεζικό σύστημα προτείνει το ΔΝΤ στην έκθεσή του για τη μεταπρογραμματική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Στην έκθεση το Ταμείο υποστηρίζει πως τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των ελληνικών τραπεζών παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και ότι η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των δανείων που εξυπηρετούνται είναι αβέβαιη, λόγω της εκτεταμένης οικονομικής αδυναμίας των δανειοληπτών, του υψηλού μεριδίου των δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και της αδύναμης κουλτούρας πληρωμών.
Το ΔΝΤ αναφέρει πως στο πλαίσιο της πίεσης που ασκεί ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), οι τράπεζες στοχεύουν στην ταχύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, αλλά οι προσπάθειές τους περιορίζονται από το χαμηλής ποιότητας κεφάλαιο, τη χαμηλή κερδοφορία και τη στενότητα στη ρευστότητά τους. Στη βάση αυτή, προειδοποιεί πως τυχόν καθυστερήσεις στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα επιβραδύνουν την εξομάλυνση των τραπεζικών χορηγήσεων και θα αφήσουν το τραπεζικό σύστημα ευάλωτο σε καθοδικούς κινδύνους όπως οι αυστηρότερες οικονομικές και νομισματικές συνθήκες. Αυτό, κατά το ΔΝΤ, θα μπορούσε με τη σειρά του να οδηγήσει σε μια ανατροφοδοτούμενη κρίση, με μείωση της εμπιστοσύνης, επανεμφάνιση των προβλημάτων ρευστότητας και εξάντληση των τραπεζικών κεφαλαίων.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω το ΔΝΤ υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα «καλά συντονισμένων ενεργειών» που θα βοηθήσουν την οικονομική ικανότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, θα βελτιώσουν την κουλτούρα πληρωμών και θα αυξήσουν την ανάκτηση των τραπεζικών δανείων. Αυτό κατά το ΔΝΤ θα απαιτήσει προσπάθειες σε διάφορους αλληλένδετους τομείς, όπως:
1) Το «κτίσιμο» κεφαλαίων για τη στήριξη των φιλόδοξων στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, είτε μέσω αυξήσεων κεφαλαίου, είτε με έκδοση ομολόγων που δεν θα οδηγούν σε απίσχναση των παλαιών μετόχων.
2) Η ενίσχυση των υφιστάμενων εργαλείων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, όπως η αλλαγή του πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας και η μείωση των δικαστικών διαδικασιών.
3) Η προσεκτική αξιολόγηση των επιλογών εμπλοκής του κράτους στη μείωση του συνολικού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδο συστήματος. Τέτοιες στρατηγικές κατά το ΔΝΤ «μπορεί να καταστούν αναπόφευκτες» εάν οι ιδιωτικές λύσεις αποτύχουν να επιταχύνουν τη βιώσιμη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
4) Η βελτίωση της διακυβέρνησης των τραπεζών. Κατά το ΔΝΤ οι περαιτέρω προσπάθειες για την αποκατάσταση της ικανότητας των τραπεζών στην παραγωγή οργανικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων μέτρων για τη μείωση του λειτουργικού κόστους και μέτρων για την ενίσχυση της εσωτερικής διακυβέρνησης των τραπεζών, θα συμβάλουν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας τους και στις προοπτικές προσέλκυσης νέων μετόχων.
5) Η πλήρης απελευθέρωση των κεφαλαιακών περιορισμών. Το προσωπικό του ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι η πλήρης άρση των capital controls πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τον οδικό χάρτη που έχει συμφωνηθεί και με τη δέουσα ανάλυση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Αξίζει να σημειωθεί πως κατά το Ταμείο ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός τομέας συνιστά «σημαντικό δημοσιονομικό κίνδυνο». Όπως εξηγείται στην έκθεση, το Ελληνικό Δημόσιο έχει σημαντική έκθεση στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μέσω των μετοχών που διαθέτει σε αυτό, των καταθέσεων που έχει, αλλά και μέσω της υποχρέωσης που έχει αναλάβει με τον αναβαλλόμενο φόρο ύψους 16 δισ. ευρώ που έχει αναγνωρίσει ως κεφάλαιο στις τράπεζες (υποχρέωσης κάλυψης των ζημιών που δεν θα μπορέσουν να μετατραπούν σε πίστωση).
Τέλος, οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρουν πως το ελληνικό κράτος εξαρτάται από τη συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών στις εκδόσεις χρεωστικών τίτλων, αλλά και στις πράξεις αντιστάθμισης επιτοκιακών κινδύνων. Όπως υπολογίζεται από το ΔΝΤ, η συνολική έκθεση των ελληνικών τραπεζών στο ελληνικό χρέος είναι κοντά στο 180% του Δείκτη Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1). Με βάση τα τρέχοντα αυτά ανοίγματα, το προσωπικό του ΔΝΤ εκτιμά ότι μια αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων κατά 100 μονάδες βάσης θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του Δείκτη Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 κατά 0,5% κατά μέσο όρο.