Στο 8% θα κλείσει η ύφεση στην Ελλάδα το 2020 σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία του ΙΟΒΕ, εξαιτίας των πρωτοφανών επιδράσεων της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
Το ΙΟΒΕ αναμένει πως η ανάπτυξη θα κινηθεί πέριξ του 4% και 4,5% στο βασικό σενάριο για το 2021, ενώ στο δυσμενές σενάριο εκτιμά ότι η οικονομία θα μπορούσε να κινηθεί μεταξύ του -2,5% έως 4%.
Παράλληλα στο βασικό σενάριο, στο οποίο τα επιδημιολογικά δεδομένα θα κυμαίνονται γύρω από τα τρέχοντα επίπεδα στο υπόλοιπο του 2020 και το 2021, η ιδιωτική κατανάλωση θα εξασθενήσει φέτος κατά περίπου 6,5%. Αντιθέτως η δημόσια κατανάλωση θα αυξηθεί ήπια, κατά 2-3%.
Βουτιά θα καταγράψουν οι εξαγωγές για το, από 23 έως 25%, από πτώση κυρίως των εξαγωγών υπηρεσιών (-42 έως -45%), η οποία θα αντισταθμιστεί εν μέρει από τις λιγότερες εισαγωγές (-15 έως - 17%). Οι επενδύσεις θα συρρικνωθούν κατά 6-7% το 2020.
Μεγάλη απόκλιση πρωτογενούς αποτελέσματος Κρατικού Προϋπολογισμού στην περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου έναντι του στόχου, κατά 6,65 δισ. ευρώ (έλλειμμα 5,5 δισ. ευρώ αντί πλεονάσματος 1,15 δισ. ευρώ), λόγω επιπτώσεων πανδημίας. Η υστέρηση προήλθε κυρίως από τις περισσότερες των επιδιωκόμενων δαπάνες, κατά 4,4 δισ. ευρώ, λόγω έκτακτων μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Λιγότερα των αναμενόμενων έσοδα, κατά 2,4 δισ. ευρώ, από πτώση δραστηριότητας, μείωση ΦΠΑ σε ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες από τον Ιούνιο, φορολογικές διευκολύνσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Βασικά σημεία της έκθεσης
Μικρή υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας το β’ τρίμ. του 2020 στο 16,7% από 16,9% ένα έτος νωρίτερα. Ωστόσο, αυξημένο κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με το α’ τρίμ. 2020. Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη μείωση στην απασχόληση σε σχέση με πέρυσι ήταν ο Τουρισμός (-82,3 χιλ. άτομα), ο Πρωτογενής τομέας (-29,6 χιλ. άτομα) και οι Κατασκευές (-14,3 χιλ. άτομα). Αύξηση απασχόλησης σημειώθηκε στο Χονδρικό-Λιανικό εμπόριο (+18,7 χιλ. άτομα), στις Δραστηριότητες ανθρώπινης υγείας (+15,7 χιλ. άτομα) και στη Μεταφορά-Αποθήκευση (+9,5 χιλ. άτομα), αντανακλώντας τις ανάγκες παροχής υπηρεσιών που έχει δημιουργήσει η πανδημία και θα συνεχιστούν το τρέχον εξάμηνο. Τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης συγκράτησαν την απώλεια θέσεων εργασίας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία αποχωρήσεων του συστήματος "Εργάνη". Βάσει των ενδείξεων δραστηριότητας το τρίτο τρίμηνο, στον Τουρισμό και τις Κατασκευές η ισχυρή πτώση στην απασχόληση θα συνεχιστεί. Εξασθενεί σημαντικά η πτώση παραγωγής στη Μεταποίηση, ήπια υποχώρηση όγκου εργασιών στο Λιανικό Εμπόριο. Καθοριστικά θα επιδράσει στην αγορά εργασίας το 2021 η εξέλιξη της πανδημίας του νέου κορωνοϊού. Εφόσον δεν προκύψουν από αυτή σημαντικά προσκόμματα στη δραστηριότητα της μεγάλης πλειονότητας των κλάδων της ελληνικής οικονομίας, εκτιμάται πως θα τονωθεί η απασχόληση σε όσους κλάδους αντιμετώπισαν φέτος τα εντονότερα εμπόδια και περιορισμούς (Τουρισμός, Εστίαση, Κατασκευές, Λιανικό – Χονδρικό Εμπόριο, Τέχνες – Ψυχαγωγία). Το παγκόσμιο εμπόριο θα αναθερμανθεί, τονώνοντας τις εξαγωγές προϊόντων και τις μεταφορές, με αντίστοιχο αντίκτυπο στους κλάδους παραγωγής τους και στην απασχόλησή τους. Συμβολή και από την αναθέρμανση των επενδύσεων. Τονωτικά στην εγχώρια απασχόληση το προσεχές έτος θα επενεργήσει ο δημόσιος τομέας (προσλήψεις στην υγεία, προγράμματα ΟΑΕΔ κ.ά.). Σε περίπτωση αντίθετων, δηλαδή ιδιαίτερα δυσμενών επιδημιολογικών εξελίξεων, θα κλιμακωθούν οι πτωτικές πιέσεις στην απασχόληση. Ωστόσο, υπό τέτοιες συνθήκες θα ληφθούν εκ νέου έκτακτα μέτρα υποστήριξης των θέσεων εργασίας. Στο βασικό σενάριο εξελίξεων το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 18,0% το 2020 και να υποχωρήσει ήπια στο επόμενο έτος (17,0%). Στο σενάριο νέας ισχυρής έξαρσης του COVID-19, σε πολλές χώρες και στην Ελλάδα, η ανεργία θα ενισχυθεί περαιτέρω και ταχύτερα το 2021 από ότι φέτος (19,5% - 20,5%).
Ο ρυθμός μεταβολής τιμών καταναλωτή (ΓΔΤΚ) στην περίοδο Ιανουαρίου - Αυγούστου του τρέχοντος έτους ήταν σε αρνητικό πεδίο τιμών, για πρώτη φορά μετά από τρία συνεχή έτη ανόδου, σημειώνοντας υποχώρηση 0,8%, από μικρή άνοδο 0,4% πέρυσι έναντι του 2018. Ο αντιπληθωρισμός οφείλεται κυρίως στις πτωτικές επιδράσεις των έμμεσων φόρων και των τιμών ενεργειακών αγαθών, καθώς η μεταβολή του γενικού δείκτη με σταθερούς φόρους και χωρίς τα ενεργειακά αγαθά, που αντανακλά την επίδραση της ζήτησης, ήταν θετική, κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα. Η τάση στις τιμές προσεχώς θα εξαρτηθεί κυρίως από τις επιδράσεις της υγειονομικής κρίσης στη ζήτηση και, σε μικρότερο βαθμό, από τις τιμές των ενεργειακών αγαθών και τα τελευταία μέτρα μείωσης των έμμεσων φόρων, τα οποία πρόσφατα παρατάθηκαν έως τον Απρίλιο του 2021. Η μείωση της παραγωγής πετρελαίου από τον ΟΠΕΚ θα συνεχίσει να επιδρά μερικώς ανασχετικά στην έντονη υποχώρηση της τιμής του τον Απρίλιο-Μάιο. Εφόσον η υγειονομική κρίση παρουσιάσει νέα ισχυρή έξαρση, η ζήτηση για καύσιμα θα εξασθενήσει εκ νέου και ακολούθως οι τιμές τους. Αυτές οι τάσεις θα αμβλυνθούν μετά τον προσεχή Μάρτιο, όταν συμπληρωθεί ένας χρόνος από την πρώτη φάση έξαρσης της πανδημίας και τις επιδράσεις της. Η παράταση της ισχύος των προσωρινών μέτρων μείωσης του ΦΠΑ έως την 30η Απριλίου 2021 θα διατηρήσει την αντιπληθωριστική επίδρασή τους. Η δυναμική της ζήτησης στο υπόλοιπο του 2020 και στο προσεχές έτος θα εξαρτηθεί από τις επιδράσεις της πανδημίας του νέου κορωνοϊού στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Εάν δεν σημειωθεί νέα, ισχυρή κλιμάκωση της υγειονομικής κρίσης, η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, των επενδύσεων και των εξαγωγών θα ενισχύσουν σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα και τη ζήτηση. Οι αντίθετες επιδράσεις θα ασκηθούν σε εισόδημα και ζήτηση από ενδεχόμενες αντίθετες από αυτές που μόλις αναφέρθηκαν εξελίξεις. Προβλέπεται πως ο ΓΔΤΚ θα υποχωρήσει το 2020 κατά 1,2% με 1,4% σε σύγκριση με το 2019. Το προσεχές έτος, υπό το βασικό σενάριο μακροοικονομικών εξελίξεων, αναμένεται πληθωρισμός 1,7%, λόγω ενίσχυσης της ζήτησης και εξασθένισης της αντιπληθωριστικής επίδρασης της ενέργειας. Σε περίπτωση επανάκαμψης της υγειονομικής κρίσης προβλέπεται αντιπληθωρισμός 0,4%.
Το τραπεζικό σύστημα επέδειξε ανθεκτικότητα, βοηθούμενο και από τα έκτακτα μέτρα παροχής ρευστότητας σε δύο επίπεδα. Αφενός, η ΕΚΤ συνέχισε να διευκολύνει την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες και να θεωρεί επιλέξιμα τα κρατικά χρεόγραφα στο Πρόγραμμα Αγοράς Τίτλων λόγω Πανδημίας (PEPP), στοιχεία που διατηρούν χαμηλό το κόστος χρηματοδότησης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αφετέρου, οι εγχώριες αρχές ενίσχυσαν άμεσα τα κανάλια παροχής ρευστότητας προς τις πληττόμενες επιχειρήσεις ενεργοποιώντας εγγυοδοτικά προγράμματα και την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα. Μεταξύ των κύριων προκλήσεων, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν δυσοίωνες προοπτικές κερδοφορίας, αδύναμη ποιότητα του ενεργητικού (ΜΕΔ, αναβαλλόμενη φορολογία) και εύθραυστη πιστοδοτική ικανότητα. Στις θετικές εξελίξεις ξεχωρίζουν η επιτάχυνση νέων πιστώσεων προς επιχειρήσεις, η αύξηση των καταθέσεων και το χαμηλό κόστος δανεισμού. Απαραίτητη προτεραιότητα για το τραπεζικό σύστημα είναι η συστηματική εφαρμογή των στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ. Η πιστωτική επέκταση των επιχειρηματικών δανείων αναμένεται να συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα, και να αντισταθμίζει τη συνεχιζόμενη, αν και σταδιακά φθίνουσα, πιστωτική συρρίκνωση προς τα νοικοκυριά.