Τον ρόλο του ενεργειακού τομέα, ως βασικού υποψήφιου πυλώνα για την αλματώδη αύξηση των επενδύσεων, τη διατηρήσιμη ισορροπία του εξωτερικού ισοζυγίου, καθώς και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, σκιαγραφεί νέα μελέτη που πραγματοποίησε το ΙΟΒΕ για λογαριασμό του διαΝΕΟσις. Πέρα από τις άμεσες επιπτώσεις, όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, η ενέργεια επηρεάζει και με έμμεσους (και εξίσου σημαντικούς) τρόπους τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας – όπως την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, μέσω του ενεργειακού κόστους. Σε αυτό το πλαίσιο, στην έκθεση εξετάζεται το σενάριο μείωσης 10% στις τιμές ρεύματος και φυσικού αερίου, από το οποίο προκύπτει θεαματική επίδραση στο ΑΕΠ, αλλά και την απασχόληση.
Η μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε από ερευνητική ομάδα του Ινστιτούτου υπό τον συντονισμό του γενικού διευθυντή Νίκου Βέττα, πραγματοποιεί μια πλήρη και αναλυτική χαρτογράφηση του τομέα ενέργειας στη χώρα μας, αποτυπώνοντας παράλληλα τις ραγδαίες αλλαγές στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης. Αλλαγές οι οποίες πρόκειται να εντατικοποιηθούν τα επόμενα χρόνια, στην προοπτική υλοποίησης της δέσμευσης της χώρας μας για μηδενικό ισοζύγιο αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050, και με ενδιάμεσο «σταθμό» την επίτευξη των κλιματικών στόχων που θέτει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια για την Ενέργεια (ΕΣΕΚ) για το 2030.
Ζημιογόνες όλες οι λιγνιτικές μονάδες
Αν το μέλλον του εγχώριου ενεργειακού κλάδου είναι η κλιματική ουδετερότητα, το παρόν του σύμφωνα με την μελέτη χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων (άνθρακας, πετρέλαιο και φυσικό αέριο), καθώς και τη μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας. Επίσης, οι δύο μεγαλύτερες πηγές κατανάλωσης είναι οι μεταφορές και ο οικιακός τομέας, με το ενεργειακό κόστος να ασκεί πιέσεις σε επιχειρήσεις και
νοικοκυριά. Από την άλλη πλευρά, η άμεση συμβολή του ενεργειακού τομέα στην ελληνική οικονομία εκτιμάται στο 3,8% του ΑΕΠ (2017), απασχολώντας 50.000 εργαζόμενους.
Όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, το εγχώριο μίγμα καυσίμων έχει ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από την παραπάνω αφετηρία, καθώς το 1/3 της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα προέρχεται από τις ΑΠΕ, ενώ έχει ήδη δρομολογηθεί η απόσυρση όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων. Μάλιστα, σύμφωνα με την έκθεση, με την άνοδο των τιμών ρύπων, όλες οι λιγνιτικές μονάδες είναι ήδη από το 2019 ζημιογόνες. Ένα σημαντικό μέρος του λιγνίτη θα καλύψει η επιπλέον διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών, για την επίτευξη της οποίας προβλέπεται επίσης σημαντικές επενδύσεις στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ενίσχυση 2,6 δισ. του ΑΕΠ από τις «πράσινες» επενδύσεις
Ρόλο «καυσίμου γέφυρας» θα παίξει επίσης το φυσικό αέριο, για το οποίο δρομολογούνται σημαντικές υποδομές (αγωγοί μεταφοράς και διανομής, υπόγεια αποθήκη Καβάλας, ΑΣΦΑ Αλεξανδρούπολης). Παράλληλα, «κλειδί» αναμένεται να αποτελέσει η αποσύζευξη της οικονομικής ανάπτυξης από την αύξηση της κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων, μέσω των επενδύσεων για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Μάλιστα, τα κεφάλαια αυτά, όπως για παράδειγμα για την εξοικονόμηση ενέργειας στα κτήρια, όχι μόνο δημιουργούν θέσεις εργασίας και προστιθέμενη αξία στην οικονομία, αλλά και περιορίζουν το ενεργειακό κόστος.
Όλες οι παραπάνω παρεμβάσεις «μεταφράζονται» σε ένα πρόγραμμα επενδύσεων, το οποίο θα μπορούσε να καταστήσει την ενέργεια σημαντικό πυλώνα για ένα νέο βιώσιμο παραγωγικό πρότυπο στην Ελλάδα. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τη μελέτη, θα οδηγούσε σε σημαντική ενίσχυση του ΑΕΠ, το οποίο θα αυξανόταν κατά 2,6 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας.
Θα οδηγούσε επίσης σε μεγάλη αύξηση της απασχόλησης στη χώρα, ήδη από τα πρώτα έτη της επενδυτικής δραστηριότητας, με σταδιακή περαιτέρω αύξηση και με κορύφωση τους 35.000 περισσότερους απασχολούμενους με την ολοκλήρωση του επενδυτικού προγράμματος. Η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω των επενδύσεων σε υποδομές πράσινης ενέργειας, θα έχει επίσης ισχυρό θετικό αντίκτυπο στο δημόσιο ταμείο, ενισχύοντας τα έσοδα του Δημοσίου από φόρους κάθε μορφής με ποσά που θα φτάσουν τα 1,2 δισ. ευρώ με την ολοκλήρωση του επενδυτικού προγράμματος.
Η υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος το 2019
Την ίδια στιγμή, το «προφίλ» και η δομή του εγχώριου ενεργειακού τομέα επηρεάζει και τις τιμές των ενεργειακών προϊόντων. Στην έκθεση του ΙΟΒΕ γίνεται ιδιαίτερα αναφορά στις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος, με την Ελλάδα να καταγράφει το 2019 την υψηλότερη τιμή χονδρικής στην ΕΕ, ως αποτέλεσμα της μεγάλης εξάρτησης από τον λιγνίτη και των σχετικά υψηλών τιμών εισαγωγής φυσικού αερίου στη χώρα.
Αυτό το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη μελέτη, δεν μεταφράστηκε σε υψηλότερες τιμές για τους τελικούς καταναλωτές του οικιακού τομέα και των υπηρεσιών, λόγω ευνοϊκότερης φορολογίας και χαμηλότερων χρεώσεων εκτός του ανταγωνιστικού σκέλους των τιμολογίων, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, στην υψηλότερη κατηγορία κατανάλωσης του επιχειρηματικού τομέα όπου κατά μέσο όρο στην ΕΕ οι τιμές είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σύγκριση με τις εγχώριες τιμές χονδρικής και λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του υποδείγματος λειτουργίας της εγχώριας αγοράς που ήταν σε ισχύ μέχρι πρόσφατα (mandatory pool), υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι πράγματι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων βιομηχανιών εντάσεως ηλεκτρικής ενέργειας.
21.500 θέσεις εργασίας από τη μείωση τιμών σε ρεύμα και αέριο
Έτσι, στο σενάριο «οριζόντιας» μείωσης 10% στην τελική τιμή που χρεώνεται στους καταναλωτές για ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο, το ΙΟΒΕ συμπεραίνει πως θα επερχόταν μείωση των τιμών των προϊόντων των κλάδων παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, ενώ θα υπήρχε θετική επίδραση και στην ανταγωνιστική θέση κλάδων και επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εκείνων για τους οποίους η ενέργεια συνιστά σημαντικό στοιχείο του κόστους παραγωγής. Λόγω της μείωσης του κόστους παραγωγής και κατά συνέπεια των τιμών, η ζήτηση στην οικονομία θα αυξανόταν και θα καλυπτόταν από την αυξημένη εγχώρια παραγωγή.
Ειδικότερα, η αξία του προϊόντος στην οικονομία εκτιμάται ότι αυξάνεται άμεσα κατά 783 εκατ., ενώ αν ληφθούν υπόψη οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις (έμμεσο και προκαλούμενο αποτέλεσμα) η αξία παραγωγής εκτιμάται ότι αυξάνεται συνολικά κατά 1,97 δισ. Ως αποτέλεσμα, το ΑΕΠ θα αυξανόταν συνολικά κατά 941 εκατ., ενώ αυξημένα κατά 237 εκατ. προβλέπονται τα έσοδα από φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Θετική θα ήταν και η επίδραση στην απασχόληση, η οποία εκτιμάται ότι θα αυξανόταν συνολικά κατά 21.500 θέσεις εργασίας.