Η κυβέρνηση εισήλθε και στη Σύνοδο Κορυφής με τη θέση για μία ευρωπαϊκή πρωτοβουλία αναφορικά με τη στήριξη των οικονομιών των κρατών - μελών από τη νέα αυτή κρίση που προκαλεί ο πόλεμος αλλά και η γενικότερη διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες που προϋπήρχε. Ζητώντας αποφάσεις οι οποίες θα δώσουν όχι μόνο το νομικό περιθώριο για μέτρα στήριξης (πχ νέα καθεστώς κρατικών ενισχύσεων), αλλά και τα δημοσιονομικά μέσα.
Από την άλλη πλευρά, στην Ευρώπη το επόμενο μεγάλο χρονικό ορόσημο έχει οριστεί στο δημοσιονομικό πεδίο για τα μέσα Μαΐου. Με αρχή την ανακοίνωση των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και με την τελική της εισήγηση για την παράταση ή όχι της ρήτρας γενικής διαφυγής και για το 2023 (ενεργοποιήθηκε το 2020 και επιτρέπει στοχευμένα μέτρα στήριξης και για το 2022 αλλά με επιστροφή σε κανόνες από τον επόμενο χρόνο).
Προφανώς, εξηγούν πηγές του οικονομικού επιτελείου, η εν λόγω παράταση (σ.σ. που όσο περνάει ο χρόνος με τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία να συνεχίζονται θεωρείται σχεδόν δεδομένη, έστω και σε μία μορφή) βοηθά όλα τα κράτη της ΕΕ, και την Ελλάδα. Και τούτο καθώς ο στόχος επιστροφής σε πλεονάσματα αίρεται στα «χαρτιά».
Ωστόσο, εξηγούν οι ίδιες πηγές, για κράτη όπως η Ελλάδα με ιδιαίτερα υψηλό χρέος, αυτό που επίσης πρέπει να φανεί – έστω και σε μία πρώτη μορφή - είναι ποια θα είναι η πρόταση/πρόθεση των κρατών, και ειδικά του ευρωπαϊκού Βορρά. Γιατί τα εν λόγω κράτη από καιρό δείχνουν τις «αντιστάσεις» που έχουν για αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες, δηλαδή για το πώς θα αποτιμάται το χρέος και πως η ανάγκη για συγκεκριμένο ρυθμό μείωσής του θα οδηγεί σε υποχρέωση διατήρησης υψηλών πλεονασμάτων μετά το 2023.
Ο κίνδυνος η αναβολή να δυσκολέψει το… μέλλον
Τα ίδια στελέχη εξηγούν ότι ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι λόγω μιας παράτασης της «ρήτρας», να παραταθεί παράλληλα και αυτή η μεγάλη πολιτική συζήτηση. Η οποία θεωρητικά θα έπρεπε να λήξει φέτος το φθινόπωρο.
Τούτο, εξηγούν, ελλοχεύει κινδύνους. Καθώς, την ώρα της αναταραχής και του πολέμου είναι πιο πιθανόν να έχει αποτέλεσμα μία πολιτική πίεση στα κράτη του «Βορά», ώστε να αποδεχτούν πιο ευνοϊκές για το «Νότο» λύσεις...
Η ελληνική θέση
Υπενθυμίζεται πως η θέση της Αθήνας πέρα από τη γενική κατεύθυνση αλλαγής του κανόνα του χρέους περιλαμβάνει και άλλες προτάσεις που μειώνουν τα πλεονάσματα, όπως εξαίρεσης των δαπανών για την άμυνα της Ευρώπης αλλά και για το προσφυγικό, καθώς και για πεδία όπως είναι οι επενδύσεις. Ο ΥΠΟΙΚ Χρήστος Σταϊκούρας αναφερόμενος προ ημερών στο ελληνικό αίτημα ειδικού καθεστώτος για τις δαπάνες άμυνας ανέφερε πως στο Ecofin υπήρξε συζήτηση για το θέμα «και άλλες χώρες πλέον προχώρησαν προς αυτή τη κατεύθυνση». Αν λοιπόν προχωρήσει η πρόταση για εξαίρεση των δαπανών από το έλλειμμα/χρέος ή η ειδική τους αντιμετώπιση δημιουργείται για την Ελλάδα σημαντικός χώρος για να χρησιμοποιηθεί, ανέφερε.
Υπενθυμίζεται πως ο πιο κρίσιμος δείκτης που ισχύει σήμερα είναι το χρέος να μειώνεται κατά 1/20ο ετησίως στο «κομμάτι» που ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. (σ.σ. για την ακρίβεια θα ισχύει αν δεν αλλάξουν οι κανόνες μετά τη λήξη της ρήτρας διαφυγής).
Αναλυτικά οι θέσεις της Ελλάδας, όπως έχουν κατατεθεί και γραπτώς από το 2021 περιλαμβάνουν αλλαγές που μπορεί να οδηγήσουν και σε 2 δισ. ευρώ επιπλέον «χώρο» (1% του ΑΕΠ ετησίως). Οι θέσεις ταυτίζονται με αυτές χωρών του «Νότου», όπως της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, αλλά και με κρατών όπως το Βέλγιο (που επίσης έχει θέμα υψηλού χρέους). Πέρα από την μεγάλη «μάχη» για τον τρόπο απομείωσης του χρέους ζητά να υπάρχει μεν δημοσιονομική ισορροπία ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη, αλλά με ρεαλιστικούς στόχους που να προκαλούν «ασφάλεια» και στις αγορές. Και να τροφοδοτούνται από το ΑΕΠ αλλά και από την τόνωση που θα προσφέρει στην οικονομία η μείωση φόρων και εισφορών.
Επιπλέον η Αθήνα προτείνει:
• Να εξαιρούνται δαπάνες για πράσινες ή ψηφιακές επενδύσεις.
• Να υπάρχει ειδική μεταχείριση δαπανών που συνδέονται με την άμυνα της Ευρώπης (για αμυντικές δαπάνες ή για το μεταναστευτικό). Αν όχι στο σύνολό τους στο ποσοστό που υπερβαίνουν το μέσο όρο της ΕΕ να εξαιρούνται από τον υπολογισμό.
• Να υπάρχει εθνική «ιδιοκτησία» των παρεμβάσεων που θα οδηγήσουν σε δημοσιονομική ισορροπία, στο πρότυπο των μεταρρυθμίσεων που επελέγησαν για το Ταμείο Ανάκαμψης.
• Να υπάρχει ευελιξία στον στόχο για το πλεόνασμα, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση που ισχύει κάθε φορά (ανάλογα δηλαδή με τον οικονομικό κύκλο).