Ακόμη και μέσα στο περιβάλλον της ενεργειακής κρίσης το κόστος των λιγνιτικών μονάδων παραμένει απαγορευτικό για τη ΔΕΗ, κάτι που σημαίνει ότι η ίδια η αγορά είναι αυτή που τις θέτει «εκτός παιχνιδιού», σημείωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, μιλώντας στο 3ο συνέδριο Power & Gas Forum.
Σύμφωνα με τον υπουργό, ακόμη κι αν καθοριστεί διοικητικά η διατήρησή τους και μετά το 2023, αυτό θα αποβεί εις βάρος των οικονομικών μεγεθών της εταιρείας. Ο υπουργός τόνισε ότι το κενό θα καλυφθεί από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η διείσδυση των οποίων συνεχίζεται με αδιάκοπο ρυθμό, καθώς το 2021 προστέθηκαν 1000 MW νέων ΑΠΕ, ενώ εκτιμάται ότι το 2022 θα προστεθούν από 1500 MW έως και 2000 MW.
Ο υπουργός σημείωσε ότι η κυβέρνηση προχωρά σε όλες τις απαραίτητες κινήσεις για τη διασφάλιση της επάρκειας τροφοδοσίας της χώρας και τη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Σημείωσε πάντως ότι η μόνη αποτελεσματική απάντηση στην ενεργειακή κρίση αποτελεί η συντονισμένη πανευρωπαϊκή δράση, καθώς η διασυνδεσιμότητα των συστημάτων ηλεκτρισμού δεν επιτρέπει σε ένα κράτος-μέλος να προχωρήσει σε παρεμβάσεις στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση διά του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει θέσει μία δέσμη 6 μέτρων για την αναχαίτιση των υψηλών τιμών ρεύματος και αερίου. Παράλληλα, θα εξαντλήσει κάθε διαθέσιμο οικονομικό πόρο (όπως τα υπερπλεονάσματα του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ) ώστε μέσω των επιδοτήσεων να ανακουφίσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Σχετικά με τη φορολόγηση των συγκυριακών υπερκερδών των εταιρειών ηλεκτρισμού, ο κ. Σκρέκας σημείωσε ότι από τους ισολογισμούς τους θα διαφανεί αν έχουν υπάρξει ή όχι συγκυριακά αυξημένα κέρδη, λόγω της συγκυρίας. Στην περίπτωση που διαπιστωθούν υπερκέρδη, τότε αυτά θα φορολογηθούν, όπως εξήγγειλε ο πρωθυπουργός από τη Βουλή.
Σημείωσε παράλληλα ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας έχει εντείνει τους ελέγχους των εταιρειών ηλεκτροπαραγωγής και προμήθειας ρεύματος ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021, καθ΄ υπόδειξη του υπουργείου, για τυχόν αθέμιτες πρακτικές. Επίσης, η ΡΑΕ ελέγχει την αγορά για τυχόν φαινόμενα αισχροκέρδειας, ενώ ελέγχει κατά πόσο οι επιδοτήσεις «περνούν» στους λογαριασμούς των καταναλωτών.