Στις προκλήσεις που θέτει ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση στη Μόσχα προς την οικονομία της Ευρωζώνης αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας την Πέμπτη προς τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) και τις/τους συνοδούς τους με αφορμή τη συνεδρίαση του Εποπτικού Συμβουλίου της ΤτΕ, ο κ. Στουρνάρας είπε πως «σε περίπτωση που συνεχιστεί αυτός ο τρομερός πόλεμος και οι κυρώσεις επεκταθούν στις εισαγωγές ενέργειας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας από τη Ρωσία και συνορεύει με την Ουκρανία, ενδέχεται να αντιμετωπίσει σοβαρούς κινδύνους για την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στα μοντέλα των προβλέψεών μας»
Παράλληλα, ο κεντρικός τραπεζίτης σημείωσε πως «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διαρκώς αυξάνονται οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια και τη διαφοροποίηση στις αλυσίδες εφοδιασμού, γεγονός που τονίζει την ανάγκη ύπαρξης ενός αντίβαρου σε περιφερειακό επίπεδο».
Μιλώντας για την πορεία των μεταρρυθμίσεων στην Ευρωζώνη, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε πως «δεν είμαι βέβαιος ότι έχουμε την πολυτέλεια – σε οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτικό επίπεδο – να συνεχίσουμε να βασιζόμαστε στον ίδιο μηχανισμό προώθησης των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή μεταρρυθμίσεις ως αντίδραση σε καταστάσεις κρίσης. Σε μια πολυπολική και εν μέρει αποπαγκοσμιοποιημένη παγκόσμια τάξη, η ζώνη του ευρώ πρέπει να προνοεί και όχι να ενεργεί εκ των υστέρων. Αναμφίβολα, οι πιο πολλές από τις απαιτούμενες δράσεις είναι πολιτικής φύσεως και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα θεσμών πέραν των κεντρικών τραπεζών και των εποπτικών αρχών. Αλλά ας μην υποτιμούμε τον ρόλο που μπορούμε να διαδραματίσουμε».
Συνεχίζοντας, ο επικεφαλής της ΤτΕ υποστήριξε πως «η διαχείριση τραπεζικών κρίσεων όσο και οι διαδικασίες εξυγίανσης των τραπεζών χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, καθόσον μάλιστα τα υφιστάμενα συστήματα επιβάλλουν δυσανάλογες επιβαρύνσεις στα μικρότερα ιδρύματα, ενώ η κατάτμηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μεταξύ πολλών φορέων υπονομεύει την αποτελεσματικότητα. Ένας άλλος τομέας στον οποίο ενδέχεται να είναι αναγκαία η προληπτική δράση είναι η εν εξελίξει τεχνολογική επανάσταση που σαρώνει πολλούς επιμέρους τομείς του χρηματοοικονομικού κλάδου. Στο πλαίσιο αυτό, και πάλι, ο υπό συζήτηση κανονισμός MiCA χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, καθόσον μάλιστα πρόκειται για έναν τομέα στον οποίο η Ευρώπη θα μπορούσε να επιδιώξει να δημιουργήσει το επόμενο κύμα της «επίδρασης των Βρυξελλών», δηλαδή να καθορίσει πρότυπα και κανόνες που θα μπορούσαν να βρουν εφαρμογή και αλλού».