Μαθημένη στις… φουρτούνες αποδεικνύεται η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, ένας από τους πιο σημαντικούς παραγωγικούς και εξαγωγικούς κλάδους του πρωτογενούς τομέα της χώρας μας. Κόντρα στα θολά νερά των πληθωριστικών πιέσεων και των ανατιμήσεων, το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας κατέγραψε το 2021 πωλήσεις που σημείωσαν ρεκόρ δεκαετίας, με την κατανάλωση να επανέρχεται στα προ της υγειονομικής κρίσης επίπεδα, επιβεβαιώνοντας πως πρόκειται για έναν κλάδο με μεγάλη δυναμική και εξαιρετικές προοπτικές.
Σύμφωνα με την 8η Ετήσια Έκθεση Υδατοκαλλιέργειας που εκδόθηκε από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), παρουσιάζοντας τις εξελίξεις του κλάδου για τη χρονιά που πέρασε, το ρεκόρ πωλήσεων του 2021 αποδίδεται στη σταδιακή άρση των περιοριστικών υγειονομικών μέτρων και την αποκατάσταση της λειτουργίας της αγοράς, κυρίως στους τομείς της εστίασης και του τουρισμού - συνθήκες που δημιούργησαν αυξημένη ζήτηση ειδικά στην «κατανάλωση εκτός σπιτιού».
Ειδικότερα, οι πωλήσεις ψαριών ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθαν στους 131.250 τόνους, αξίας 636 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 7% ως προς τον όγκο και σχεδόν 10% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2020. Η τσιπούρα και το λαβράκι αντιπροσωπεύουν το 96% των πωλήσεων (125.550 τόνοι) του κλάδου και το υπόλοιπο 4% όλα τα υπόλοιπα είδη (5.700 τόνοι). Το 2022 εκτιμάται πως η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού θα παρουσιάσει αύξηση τουλάχιστον 2% και θα ξεπεράσει τους 127.000 τόνους.
H εξέλιξη των πωλήσεων διαχρονικά δείχνει πως ο κλάδος της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας είναι έντονα εξωστρεφής. Περίπου το 80% της παραγωγής διατίθεται σε αγορές εκτός Ελλάδας με μηνιαίες εξαγωγές που κυμαίνονται από 6.500 - 9.500 τόνους, ενώ το υπόλοιπο 20% διατίθεται στην εγχώρια αγορά. Η τάση αυτή διατηρήθηκε και το 2021 όπου το 20% των πωλήσεων διατέθηκε στην Ελλάδα (25.139 τόνοι), και το υπόλοιπο 80% (100.361 τόνοι) σε όλες τις υπόλοιπες αγορές. Το 2021 καταγράφηκαν εξαγωγές σε 40 χώρες διεθνώς, οι οποίες κυμαίνονται από 390 τόνους στην Λιβερία μέχρι 39.907 τόνους στην Ιταλία. Το 58% των εξαγωγών ήταν τσιπούρα (61.454 τόνοι) και το 42% λαβράκι (43.876 τόνοι), ενώ σχεδόν το σύνολο των πωλήσεων ήταν νωπά ψάρια και μόλις το 0,8% κατεψυγμένα (241 τόνοι κυρίως στις τρίτες χώρες).
Αναλυτικότερα, το 2021 εξήχθησαν συνολικά 100.361 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού αξίας σχεδόν 499 εκατ. ευρώ σημειώνοντας αύξηση 9,3% ως προς τον όγκο και 9% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2020, ενώ κυριότερες αγορές για το ελληνικό ψάρι ιχθυοκαλλιέργειας παραμένουν η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, καθώς και οι τρεις μαζί απορρόφησαν το 58% της ελληνικής παραγωγής.
Παρά τον αυξημένο ανταγωνισμό με τις τρίτες χώρες και τη συνεχιζόμενη αύξηση της παραγωγής της Τουρκίας, οι μέσες τιμές και για τα δύο κύρια είδη εμπορίας παρουσιάζονται βελτιωμένες (+1,5% τσιπούρα, +6% λαβράκι), δημιουργώντας θετικά αποτελέσματα για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου. Οι μεγαλύτερες διακυμάνσεις παρατηρήθηκαν στο λαβράκι καθώς υπήρχε έλλειμμα στην αγορά. Ειδικότερα, η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε στα 4,49 ευρώ/κιλό παρουσιάζοντας άνοδο κατά 1,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης ανήλθε στα 5,27 ευρώ/κιλό παρουσιάζοντας αύξηση σχεδόν 6%. Σύμφωνα με τα ως τώρα διαθέσιμα στοιχεία πωλήσεων, η τάση αυτή αναμένεται να διατηρηθεί και το 2022.
Στα δίχτυα των ανατιμήσεων…
Παρά την ισχυρή δυναμική του κλάδου, το δεύτερο εξάμηνο του 2021 έγιναν αισθητές μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις που είχε πυροδοτήσει η πανδημία του κορονοϊού και εντάθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η επανεκκίνηση της οικονομίας και των περισσότερων παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων μετά από μια σχεδόν διετή «χειμέρια νάρκη», δημιούργησε ανισορροπίες στη διαθεσιμότητα πρώτων υλών και αγαθών, προκαλώντας επιπτώσεις και στην κυκλοφορία των αγαθών. Το αποτέλεσμα ήταν υψηλός πληθωρισμός και ανατιμήσεις σε όλες τις εισροές της παραγωγικής διαδικασίας με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής. Στην ιχθυοκαλλιέργεια παρατηρήθηκαν ανατιμήσεις στις ιχθυοτροφές, στην ενέργεια, στο υγρό οξυγόνο, στα υλικά συσκευασίας καθώς και στο κόστος μεταφοράς. Η σημαντικότερη επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής προέκυψε από την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ιχθυοτροφών. Ήδη μέχρι το τέλος του 2021 η αύξηση του κόστους της ιχθυοτροφής ανά τόνο ανατιμήθηκε δυο φορές από σχεδόν 5%.
Οι ιχθυοτροφές αντιπροσωπεύουν το 57% - 59% του κόστους παραγωγής, ενώ η μέση τιμή πώλησης ανά τόνο ιχθυοτροφής παρουσίασε από το δεύτερο εξάμηνο του έτους σταδιακές αυξήσεις και ανήλθε στα 1.150 ευρώ/τόνο, ενώ αυτή τη στιγμή η μέση τιμή κυμαίνεται στα 1.250 ευρώ/τόνος. Η συνολική αξία πωλήσεων ιχθυοτροφών το 2021 ανήλθε σχεδόν σε 320 εκατ. ευρώ, ενώ το 2022 οι πωλήσεις τροφών εκτιμάται πως θα αυξηθούν κατά 3% και θα κυμανθούν στους 300.000 τόνους.
Μέχρι στιγμής, το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί κατά 25% λόγω της ενεργειακής κρίσης και των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενώ δεν είναι σαφές πότε θα ισορροπήσει η αγορά. Οι επιπτώσεις στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια και την ένταση αυτής της κρίσης ενώ οι εταιρείες του κλάδου διερευνούν όλες τις πιθανές λύσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης και τη συγκράτηση του κόστους παραγωγής.
Η υδατοκαλλιέργεια στην Ελλάδα
Το 2020 η συνολική παραγωγή υδατοκαλλιέργειας ανήλθε στους 143.416 τόνους εκτιμώμενης αξίας 593,85 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση 5% ως προς τον όγκο αλλά οριακή αύξηση 0,8% ως προς την αξία παραγωγής.
Το 65% της εγχώριας παραγωγής αλιευτικών προϊόντων προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια και το 35% από την αλιεία, ενώ τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας και τα μύδια αποτελούν τα κύρια είδη εκτροφής αντιπροσωπεύοντας το 87% και το 13% αντίστοιχα της συνολικής παραγωγής.
Ο κλάδος δημιουργεί 12.000 θέσεις άμεσης και έμμεσης εργασίας κυρίως σε παράκτιες ή απομακρυσμένες περιοχές.
Η υδατοκαλλιέργεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Το 2020 παρήχθησαν 1.094.315 τόνοι αξίας 3,38 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας πτώση 4,3% ως προς τον όγκο και αύξηση 1,6% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2019.
Η κατανάλωση αλιευτικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση καλύπτεται κατά 17% από την εγχώρια παραγωγή και κατά 83% από εισαγωγές από τρίτες χώρες, ενώ τα όστρακα (537.572 τόνοι) και τα ψάρια (552.662 τόνοι) αποτελούν το 51% και το 48%, αντίστοιχα, της συνολικής παραγωγής υδατοκαλλιέργειας στην ΕΕ, ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται στην 3η θέση ως προς την αξία και τον όγκο παραγωγής υδατοκαλλιέργειας.
Το 2021 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 210.231 τόνους, με την Ελλάδα να αντιπροσωπεύει το 60% αυτής της παραγωγής.
Η υδατοκαλλιέργεια διεθνώς
Το 2020 η προσφορά αλιευτικών προϊόντων ανήλθε σε 122,58 εκατ. τόνους αξίας 225,19 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση σχεδόν 2,3% ως προς τον όγκο και 2,5% ως προς την αξία πωλήσεων.
Η υδατοκαλλιέργεια παρέχει ήδη περισσότερα αλιευτικά προϊόντα (57%) στην ανθρωπότητα από ότι η ελεύθερη αλιεία (43%), με το 92% του όγκου των παραγόμενων προϊόντων υδατοκαλλιέργειας να παράγεται στην Ασία (112,3 εκατ. τόνοι).
Τα ψάρια υδατοκαλλιέργειας αποτέλεσαν το 47% της παγκόσμιας παραγωγής (57,46 εκατ. τόνοι), ενώ η μεσογειακή υδατοκαλλιέργεια το 2021 ανήλθε σε 628.034 τόνους (325.429 τόνοι τσιπούρας, 302.615 τόνοι λαβρακιού), παρουσιάζοντας αύξηση 8,4% σε σχέση με το 2020. Η Ελλάδα βρίσκεται στις δύο πρώτες χώρες παραγωγής ψαριών μεσογειακής υδατοκαλλιέργειας, αντιπροσωπεύοντας το 25% της παραγωγής τους διεθνώς.