Απειλούνται και επιδεινώνονται οι προοπτικές της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας καθώς το περιβάλλον διεθνώς είναι εύθραυστο ενώ ένα «κοκτέιλ» προκλήσεων, διαμορφώνει μία ιδιαιτέρως δυσμενή κατάσταση, όπως προειδοποιεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) με το τελευταίο outlook του.
Το Ταμείο προβλέπει, μάλιστα, πως τυχόν ραγδαία σύσφιξη των χρηματοπιστωτικών συνθηκών θα μπορούσε να προκαλέσει κεφαλαιακές ανάγκες 200 δισ. δολαρίων στις τράπεζες.
Πληθωρισμός και πόλεμος
Πρώτα και κύρια, η πληθωριστική λαίλαπα κινείται σε υψηλά πολλών δεκαετιών και διαδίδεται ευρέως σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, με την ακρίβεια και τις ανατιμήσεις να επιδεινώνονται σε πολλές χώρες του κόσμου. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τα επιτόκια ήταν εξαιρετικά χαμηλά για χρόνια και οι επενδυτές είχαν συνηθίσει μία μικρή και ελεγχόμενη αστάθεια, που σε καμία των περιπτώσεων δεν συγκρίνεται με τις τωρινές συνθήκες.
Δεύτερον, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι εξακολουθούν να υφίστανται με αιχμή του δόρατος την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που έχει φέρει τα πάνω - κάτω στις αγορές και τον ενεργειακό τομέα, με άμεσο και νούμερο ένα θύμα της, την Ευρώπη.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι προοπτικές παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας επιδεινώθηκαν από την Έκθεση Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (GFSR) του Απριλίου 2022.
Αντιμέτωπες με το φάσμα του πεισματικά υψηλού πληθωρισμού, οι κεντρικές τράπεζες σε προηγμένες οικονομίες και πολλές αναδυόμενες αγορές χρειάστηκε να κινηθούν σε μια «επιταχυνόμενη πορεία ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής για να αποτρέψουν την παγίωση των πληθωριστικών τάσεων». Ως συνέπεια της νομισματικής σύσφιξης, οι παγκόσμιες χρηματοοικονομικές συνθήκες αυστηροποιούνται στις περισσότερες περιοχές με τα assets να ξεπουλιούνται λόγω της έκρυθμης κατάστασης στην αγορά ενέργειας, της έλλειψης ρευστότητας αλλά και της πίεσης σε ορισμένα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ευρώπη
Ταυτόχρονα, στην ευρωζώνη υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες και αυξημένες ανησυχίες για επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης ελέω του πληθωρισμού, ενώ είναι υπαρκτός και ο κίνδυνος ταχείας, άτακτης ανατιμολόγησης που θα μπορούσε ενισχυθεί από την προϋπάρχουσα ευαλωτότητα και να περιορίσει τη ρευστότητα της αγοράς. Η έντονη αβεβαιότητα συνέβαλε επιπρόσθετα στις πιο σφικτές οικονομικές συνθήκες με τους κινδύνους της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας να έχουν αυξηθεί και τη «ζυγαριά» να γέρνει προς το αρνητικό σενάριο, ενώ η αύξηση των επιτοκίων έχει προκαλέσει πρόσθετο άγχος.
Οι ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν παρουσιάσει πιέσεις από τον Απρίλιο του 2022 ενώ οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων έχουν ξεπουληθεί λόγω των αυξανόμενων φόβων για ύφεση εν μέσω ελλείψεων φυσικού αερίου και επανεμφάνισης των κινδύνων κατακερματισμού στην ευρωζώνη
Μελανά χρώματα
Τα υψηλά επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας και «μαξιλαριών ασφαλείας» ρευστότητας έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα του παγκόσμιου τραπεζικού τομέα. Ωστόσο, τα stress test παγκόσμιων τραπεζών από το ΔΝΤ έδειξαν ότι, σε ένα σενάριο απότομης και ραγδαίας σύσφιξης των χρηματοοικονομικών συνθηκών το οποίο θα έριχνε σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία το 2023, εν μέσω υψηλού πληθωρισμού, έως και 29% των τραπεζών των αναδυόμενων αγορών (από πλευράς assets) δεν θα κάλυπταν τα επίπεδα της απαιτούμενης κεφαλαιακής επάρκειας, ενώ οι περισσότερες τράπεζες των ανεπτυγμένων οικονομιών θα παρέμεναν ανθεκτικές. Για το «ξαναχτίσιμο» των «μαξιλαριών ασφαλείας» και για το έλλειμμα σε κεφάλαια θα χρειαζόντουσαν πάνω από 200 δισ. δολάρια.
Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας έχει ενταθεί καθώς ορισμένοι κίνδυνοι έχουν αποκρυσταλλωθεί, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων από τις αναμενόμενες πληθωριστικές πιέσεις, της μεγαλύτερης (από την εκτιμώμενη) «παύσης» των δραστηριοτήτων στην Κίνα λόγω των lockdown για την COVID-19 και των πρόσθετων επιπτώσεων από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Το δύσκολο μακροοικονομικό και πολιτικό περιβάλλον ασκεί επίσης πίεση στον τομέα των επιχειρήσεων παγκοσμίως. Τα περιθώρια κέρδους για εταιρικούς κολοσσούς συρρικνώθηκαν λόγω του υψηλότερου κόστους. Παράλληλα, μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις πτώχευσαν ή έβαλαν λουκέτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα εξαιτίας του υψηλότερου κόστους δανεισμού και της μειωμένης δημοσιονομικής στήριξης. Ακόμη, πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες και αναδυόμενες αγορές ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κινδύνους που σχετίζονται με την αγορά κατοικίας, καθώς τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων αυξάνονται και τα πρότυπα δανεισμού γίνονται αυστηρότερα, απομακρύνοντας πιθανούς δανειολήπτες εκτός αγοράς.
Παράλληλα, οι αναδυόμενες αγορές αντιμετωπίζουν πληθώρα κινδύνων από το ισχυρό αμερικανικό δολάριο, το υψηλό εξωτερικό κόστος δανεισμού, την φρενήρη πορεία του πληθωρισμού, την αστάθεια στις αγορές εμπορευμάτων, την αυξημένη αβεβαιότητα για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές και τις πιέσεις από τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στις προηγμένες οικονομίες.
Συστάσεις
Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να ενεργήσουν αποφασιστικά για να επαναφέρουν τον πληθωρισμό στο στόχο, αποτρέποντας την παγίωση των πληθωριστικών πιέσεων που θα μπορούσαν να βλάψουν την αξιοπιστία. Η υψηλή αβεβαιότητα που θολώνει τις παγκόσμιες προοπτικές, παρεμποδίζει την ικανότητα των υπευθύνων χάραξης πολιτικής να παρέχουν σαφείς και ακριβείς οδηγίες σχετικά με τη μελλοντική πορεία της νομισματικής πολιτικής. Όμως, η σαφής επικοινωνία σχετικά με τον τρόπο αντίδρασής τους, η ακλόνητη δέσμευσή τους να επιτύχουν τους επιδιωκόμενους στόχους και η ανάγκη περαιτέρω ομαλοποίησης της πολιτικής είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της αξιοπιστίας και την αποφυγή της αστάθειας της αγοράς.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να περιορίσουν την περαιτέρω συσσώρευση οικονομικών τρωτών σημείων. Λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες και τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές προκλήσεις, θα πρέπει να προσαρμόσουν εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες. Η ισορροπία μεταξύ του περιορισμού των τρωτών σημείων και της αποφυγής της άτακτης αυστηροποίησης των χρηματοπιστωτικών συνθηκών είναι σημαντική, δεδομένης της αυξημένης οικονομικής αβεβαιότητας.
Η εφαρμογή πολιτικών για τον μετριασμό των κινδύνων ρευστότητας της αγοράς είναι πρωταρχικής σημασίας και οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν την ευρωστία των συναλλαγών και να υποστηρίζουν τη διαφάνεια στις αγορές, συμπεραίνει το ΔΝΤ. Τέλος, η ενίσχυση της χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, θα βοηθούσε τις χώρες να επιτύχουν αυτούς τους στόχους, καταλήγει το Ταμείο.