Την καλή πορεία των δημοσίων οικονομικών και την βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος κατά 12,2 δισ. ευρώ στο πρώτο 10μηνο του 2022 σε σχέση με πέρυσι, κάτι που προσδίδει τη βεβαιότητα πως «ο φετινός δημοσιονομικός στόχος θα επιτευχθεί με ασφάλεια», μετέφερε στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για το τρίτο τρίμηνο του 2022 που παρουσίασε ο Συντονιστής: Φραγκίσκος Κουτεντάκης. Αναφέρεται μάλιστα σε «ομαλή προσγείωση» του ΑΕΠ η οποία είναι η αναμενόμενη με βάση την πορεία της παγκόσμιας κρίσης.
Επισημάνθηκε όμως και στις μεγάλες ασάφειες που δημιουργεί για το 2023 η παγκόσμια κρίση αλλά και επανέλαβε τη θέση του για πολιτικό κίνδυνο, προσθέτοντας όμως στις αβεβαιότητες για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης στις επερχόμενες εκλογές αναφορικά με το πόσο προβλέψιμη θα είναι η δημοσιονομική πολιτική και έναν ακόμη παράγοντα: την «όξυνση της πολιτικής πόλωσης».
Η πολιτική πόλωση
«Στις αβεβαιότητες για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης στις επερχόμενες εκλογές πρέπει να προστεθεί η όξυνση της πολιτικής πόλωσης» αναφέρεται. «Από την πλευρά μας, οφείλουμε να επισημάνουμε τη σημασία των θεσμών στην οικονομική ανάπτυξη. Ειδικότερα, η αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών παρέχει προστασία και αποτελεί μοχλό ενίσχυσης της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η ελευθερία του Τύπου παρέχουν τις θεσμικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η οικονομική δραστηριότητα, τη δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική ομαλότητα και τη διαφάνεια και λογοδοσία στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος ώστε να επιτυγχάνεται η δημοσιονομική σταθερότητα. Το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει συνεχή στόχο την συστηματική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιότητας διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου, κάτι που θα επέφερε αρνητικές οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια» αναφέρει το Γραφείο.
Πηγές του εξήγησαν πως η συζήτηση οδηγείται σε ζητήματα λειτουργίας του κράτους δικαίου, κάτι που, όπως είπαν, παρακολουθείται διεθνώς για τη κατάταξη της χώρας. Έτσι, αν υπάρξει κάποια υποβάθμιση σε αυτό το πεδίο αξιολόγησης της χώρας, τότε αυτό μπορεί να έχει και οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια.
Η «ομαλή προσγείωση» του ΑΕΠ
Στο πεδίο της οικονομίας, για μία «ομαλή προσγείωση» στο ΑΕΠ που ήταν αναμενόμενη λόγω της παγκόσμιας κρίσης καθώς ο ρυθμός μεγέθυνσης περιορίστηκε σημαντικά κατά το τρίτο τρίμηνο (2,8%) σε σχέση με τα δύο προηγούμενα (7,8% και 7,1%), με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 5,9% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2022, αναφέρεται το Γραφείο. Επισημαίνει επίσης πως η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να διευρύνεται, ενώ ο πληθωρισμός παρουσιάζει στοιχεία αποκλιμάκωσης κατά τους τελευταίους δύο μήνες.
Το Γραφείο εκτιμά πως με βάση τα έως τώρα δεδομένα, «η ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση «ομαλής προσγείωσης» και αναμένουμε σημαντική επιβράδυνση της μεγέθυνσης τους επόμενους μήνες, εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση, της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στους κύριους εμπορικούς εταίρους, την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και την προβλεπόμενη άρση των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης».
Κρίσιμος αναμένεται να είναι ο ρυθμός απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων και ο βαθμός υλοποίησης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την πορεία της οικονομίας το 2023, αναφέρει.
Τα δημόσια οικονομικά και η κάρτα αγορών
«Τα δημοσιονομικά στοιχεία διατηρούν την αισθητή βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, διευρύνοντας το πρωτογενές πλεόνασμα που καταγράφηκε στην Έκθεση του δεύτερου τριμήνου, επιβεβαιώνοντας ότι ο φετινός δημοσιονομικός στόχος θα επιτευχθεί με ασφάλεια» αναφέρεται. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές το δεκάμηνο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου του 2022 καταγράφει πρωτογενές πλεόνασμα 2.657 εκατ. ευρώ που ισοδυναμεί με βελτίωση 12.177 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2021.
Πηγές του Γραφείου αναφέρουν για το νέο μέτρο της κάρτας αγορών πως αφορά στην επόμενη χρονιά και θα καλυφθεί από τα έσοδα της φορολόγησης στα διυλιστήρια, άρα είναι ένα δημοσιονομικά ουδέτερο μέτρο. Ως παρατήρηση αναφέρουν πως το μέτρο που θα εφαρμοσθεί το 2023 ανακοινώθηκε την ημέρα που ψηφίσθηκε ο νέος Προϋπολογισμός για το 2023 στον οποίο προφανώς δεν περιλαμβάνεται όπως ισχύει και για το δημοσιονομικό του αντιστάθμισμα.
Η πορεία του πληθωρισμού
Για την επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους μήνες επισημαίνει πως «οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο «αποτέλεσμα βάσης» (base effect) καθώς η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή γίνεται σε σύγκριση με μήνες που είχαν ήδη καταγραφεί αυξήσεις» και εκτιμά πως, εφόσον δεν προκύψει κάποια νέα διαταραχή στις τιμές της ενέργειας, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα συνεχιστεί στους πρώτους μήνες του επόμενου έτους. Παρόλα αυτά, παραμένει η αβεβαιότητα όσον αφορά την ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για να επανέλθει κοντά στο επίπεδο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Καθοριστικό ρόλο για τη σταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών και την υποχώρηση του πληθωρισμού παίζει η περιοριστική νομισματική πολιτική, επισημαίνει. Αναφέρει πως οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό μεγέθυνσης. Ο τραπεζικός δανεισμός καθίσταται ακριβότερος περιορίζοντας τη ρευστότητα των επιχειρήσεων αλλά και επιβαρύνοντας την εξυπηρέτηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού. Κάνει όμως σαφές πως ο δημοσιονομικός κίνδυνος των αυξημένων επιτοκίων «δεν είναι βραχυπρόθεσμος, αφενός γιατί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια και αφετέρου γιατί ακόμα και τα τρέχοντα επιτόκια παραμένουν αρκετά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, περιορίζοντας τον λόγο δημόσιου χρέους/ΑΕΠ». Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, αν τα επιτόκια ξεπεράσουν το άθροισμα πληθωρισμού και πραγματικής μεγέθυνσης (ονομαστική μεγέθυνση) τότε θα κινηθεί αυξητικά ο λόγος δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, «απαιτώντας υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του», επισημαίνεται.
Ανησυχία για τον εξωτερικό τομέα
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η εικόνα του εξωτερικού τομέα σύμφωνα με το Γραφείο. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία του τουρισμού δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, ούτε σε όρους συνολικού ρυθμού μεγέθυνσης ούτε σε όρους βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η επιδείνωση του εξωτερικού τομέα, σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική επιβάρυνση της πανδημίας, σηματοδοτεί την επιστροφή των λεγόμενων «δίδυμων» ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή του δημοσιονομικού ελλείμματος και τους ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
«Ενώ το πρώτο είναι σε τροχιά εξισορρόπησης, αυτό δεν έχει προκαλέσει και εξισορρόπηση του δεύτερου, όπως θα συνέβαινε θεωρητικά. Χρειάζεται επομένως προσοχή στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας προκειμένου να μην εξελιχθεί σε σοβαρή μακροοικονομική ανισορροπία» αναφέρεται.
Η αναθεώρηση στο Σύμφωνο Σταθερότητας
Σημειώνεται για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας πως «περιέχει σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με το προηγούμενο» καθώς «παρότι οι στόχοι του συνολικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους (3% και 60%, αντίστοιχα) παραμένουν αμετάβλητοι, η εποπτεία της διαδικασίας προσέγγισής τους γίνεται σαφώς απλούστερη και πιο ευέλικτη». Η οικονομική πολιτική κάθε χώρας θα αξιολογείται κατά περίπτωση με βασικό κριτήριο τον ρυθμό μεταβολής των καθαρών δημόσιων δαπανών και το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων με 4ετή ορίζοντα. Επί της ουσίας, πρόκειται για προσπάθεια συνδυασμού κάποιων βασικών δημοσιονομικών κανόνων με τις εθνικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.
Ωστόσο προκύπτει ζήτημα για «τα μέσα επιβολής που θα διαθέτει η Επιτροπή σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και οι προϋποθέσεις ενεργοποίησής τους» αλλά και για τη «δέσμευση των πολιτικών κάθε κυβέρνησης στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Επιτροπής, υποβαθμίζοντας τη δημοκρατική λειτουργία και προσφέροντας στην Επιτροπή ενισχυμένο ρόλο στις εθνικές πολιτικές».
Οι κίνδυνοι για την εγχώρια οικονομία για το 2023 παραμένουν αυξημένοι, αναφέρει το Γραφείο. Κατά κύριο λόγο σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση. Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι προέρχονται από τον πληθωρισμό και την αύξηση των επιτοκίων. Ο πληθωρισμός μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, ενώ τα υψηλά επιτόκια περιορίζουν τη ρευστότητα και επιβαρύνουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού.
Οι οφειλές κράτους και ιδιωτών, τα κόκκινα δάνεια
Στο πεδίο των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου αυξήθηκαν τον Οκτώβριο κατά 299 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2021. Ειδικότερα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν κατά 326 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 2.173 εκατ. ευρώ και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων μειώθηκαν κατά 27 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 681 εκατ. ευρώ.
Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις φορολογούμενων στο τέλος του Οκτωβρίου διαμορφώθηκαν στα 113,2 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 3,3 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2021. Σημειώνεται όμως πως 1,4 δισ. ευρώ προέρχονται από μόλις 32 οφειλέτες και από αυτούς ένας οφειλέτης οφείλει 0,8 δισ. ευρώ!
Επιπλέον επισημαίνεται ότι ποσοστό 23,2% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 26,3 δισ. ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Κατά συνέπεια το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου ανέρχεται την 1/11/2022 στα 86,9 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 2,1 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Επίσης πάνω από το 90% των εισπράξεων προέρχεται από μόλις το 30,2% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που ισοδυναμεί με το 23,2% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Καταγράφεται επίσης σημαντική μείωση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (τον Σεπτέμβριο 2022 στο 9,1% των δανείων, σημαντικά μειωμένο ποσοστό σε σύγκριση με το τέλος Σεπτεμβρίου 2021 που ήταν στο 16,4%) που «είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής του σχεδίου «Ηρακλής» και προέρχεται κατά κύριο λόγο από τις τιτλοποιήσεις των δανείων». «Επισημαίνουμε, ωστόσο, ότι αυτή η διαδικασία απαλλάσσει τις τράπεζες από τα προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού τους, όχι όμως και τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που εξακολουθούν να οφείλουν αυτά τα ποσά» αναφέρεται.