Πρόσκαιρη θεωρεί την όποια ικανόποιηση επικρατεί στις τάξεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των ευρωπαίων ηγετών για την επίλυση της ενεργειακής κρίσης η Goldman Sachs, εκτιμώντας πως το τέλος της δεν έχει έρθει ακόμη.
Όπως επισημαίνει η Samantha Dart, επικεφαλής ανάλυσης της Goldman Sachs για το φυσικό αέριο, τα υψηλά επίπεδα αποθήκευσης και οι χαμηλές τιμές του φυσικού αερίου έχουν διαμορφώσει μια πιο ήπια κατάσταση για την Ευρώπη για εφέτος σε σύγκριση με αυτό που αρχικά ανέμενε, με τους οικονομολόγους του αμερικανικού οίκου να αναβαθμίζουν τις αναπτυξιακές προοπτικές για την περιοχή, ενώ και εξερευνητική δραστηριότητα δείχνει να έχει ένα πιο θετικό ορίζοντα.
Ωστόσο, η ίδια προειδοποιεί ότι το διαρθρωτικό έλλειμμα στα ευρωπαϊκά ισοζύγια φυσικού αερίου που δημιουργήθηκε με τη διακοπή των ρωσικών ροών δεν έχει ακόμη επιλυθεί, παρουσιάζοντας έναν κίνδυνο για μια νέα αναρρίχηση των ευρωπαϊκών τιμών του φυσικού αερίου, όχι μόνο για αργότερα φέτος, αλλά ιδιαίτερα το 2024, όταν εύκολα οι καλοκαιρινές τιμές μπορούν να φτάσουν σε υπερδιπλάσια επίπεδα από το τρέχον των 53 ευρώ ανά MWh. Υπό αυτό το πρίσμα, η Goldman Sachs διατηρεί σταθερή την εκτίμησή της για την τιμή του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου για το τρίτο τρίμηνο του 2023 στα 110 ευρώ ανά MWh έναντι των τρεχουσών τιμών στα συμβόλαια στα 51 ευρώ ανά MWh.
Προς ώρας, όπως σημειώνει η Dart, ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν καλά εφοδιασμένες, αργότερα το καλοκαίρι, οι χαμηλές τιμές θα προσφέρουν μια σειρά κινήτρων που θα επιφέρουν μια ανάκαμψη της ζήτησης. Επιπλέον, ακόμη και αν τα αποθέματα φυσικού αερίου παραμένουν σε αρκετά υψηλότερα - από τα όρια που έχουν τεθεί - επίπεδα για όλο το χρόνο, τα όρια αποθήκευσης εμποδίζουν την αφθονία της προσφοράς από φέτος έως το 2024. Ως αποτέλεσμα, οτιδήποτε πιο κοντά σε έναν «κανονικό« χειμώνα στο μέλλον θα συνεπάγεται, χρόνο με το χρόνο, μια «σύσφιξη» των ισοζυγίων φυσικού αερίου στην Ευρώπη, υποδηλώνοντας ότι οι τιμές της ενέργειας το 2024 είναι πολύ πιθανό να αυξηθούν σε σύγκριση με το τρέχον έτος.
Επιπλέον, οι περισσότερες βιομηχανίες με τους οποίους συνομιλεί η Goldman Sachs έχουν εκφράσει την άποψη ότι το «destocking» θα αρχίζει να ξετυλίγεται προς το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2023, «στρώνωντας το χαλί» για μια ανάκαμψη της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα και, ως εκ τούτου, για φυσικό αέριο προς το καλοκαίρι.
Ωστόσο, η καμπύλη των συμβολαίων για το ευρωπαϊκό αέριο δείχνει τις τιμές για το καλοκαίρι του 2024 σχεδόν σταθερές σε σύγκριση με την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2023. Ως εκ τούτου, η Goldman Sachs εκτιμά ότι αυτό αποτελεί μια ευκαιρία για τους καταναλωτές φυσικού αερίου να αντισταθμίσουν (hedge) την έκθεσή τους το 2024, ενώ οι επενδυτές θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο long θέσεων στα συμβόλαια TTF του 2024. Από μια πιο μακροοικονομική σκοπιά, αυτό το outlook χρίζει μιας προσοχής όσον αφορά την ανάπτυξη της μεταποίησης στην περιοχή το 2024.
Μάλιστα, προς το 2025 τοποθετεί η Dart την έξοδο από την ενεργειακή κρίση και μια πιο βιώσιμη λύση για την Ευρώπη, όταν το επόμενο «κύμα» παγκόσμιων έργων προμήθειας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), που είναι υπό κατασκευή, θα αρχίσει να προσφέρει λύσεις στο δίκτυο. Με πολύ περισσότερο διαθέσιμο LNG από τότε, θα υπάρχει μια πιο εύκολη και φθηνή πρόσβαση της Ευρώπης στο φυσικό αέριο για το δεύτερο μισό αυτής της δεκαετίας.