Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αργά, αλλά σταθερά, «αυξάνονται», ενώ αντίθετα τα spreads με τον ίδιο αργό, αλλά σταθερό βηματισμό «πέφτουν».
Το πρωτοφανές και παράδοξο αυτό, αν και έχει τις εγχώριες αιτίες του, εν τούτοις κατά βάση προσδιορίζεται και πρέπει να αποδοθεί στις συνέπειες των εξελίξεων στην διεθνή κρίση. Και στην αλλαγή ρότας των αγορών, που μετά την προσωρινή «εκρηκτική» άνοδο του Ιανουαρίου, επιστρέφουν σε περισσότερο συντηρητικές και επιφυλακτικές εκτιμήσεις, για την ικανότητα των Κεντρικών Τραπεζών να τα βγάλουν πέραν με τον πληθωρισμό, χωρίς να προκαλέσουν μεγάλες «ζημιές» (ύφεση) στην οικονομία.
Ο κοινός παρονομαστής που φαίνεται να ανατρέπει το αρχικό κλίμα αισιοδοξίας που φαινόταν να κυριαρχεί με την είσοδο του 2023, είναι η διαπίστωση πως η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης των Κεντρικών Τραπεζών στον έλεγχο του πληθωρισμού είναι ανεπαρκής. Η τάση συνέχισης της αύξησης των επιτοκίων φαίνεται πλέον να στοχεύει ακόμα ψηλότερα όσο αφορά το σημείο τελικής στάσης, απ’ ότι είχε εκτιμηθεί στις αρχές του χρόνου.
Τόσο τα πρόσφατα στοιχεία πληθωρισμού (Παρασκευή) από τις ΗΠΑ όσο και η επίμονη αυξητική τάση του του δομικού πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, δείχνουν ότι η δουλειά των Κεντρικών Τραπεζών μόλις άρχισε και έχει ακόμα δρόμο μπροστά της. Οι συνέπειες στην ανατροπή των προσδοκιών φάνηκαν ιδιαίτερα την προηγούμενη εβδομάδα και αναμένεται να κινηθούν το ίδιο και στην συνέχεια, παρά την «αναλαμπή» του τελευταίου 24ωρου, τόσο για τις μετοχές όσο και για τα ομόλογα. Όπως αποτυπώνεται στο ακόλουθο διάγραμμα που δημοσίευσε το Bloomberg ο δομικός πληθωρισμός άρχισε και πάλι να «τσιμπάει» θυμίζοντας ανατροπές της δεκαετίας του '70.
Ειδικά για τα ομόλογα η κατάσταση είναι πρωτοφανής. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και «ίσως πιο εκπληκτικά, στη Γερμανία» όπως σημειώνει το Bloomberg, οι αποδόσεις των διετών μόλις έφτασαν σε νέο υψηλό για αυτόν τον κύκλο.
Στην Ευρώπη τα γερμανικά δεκαετή έχουν αυξηθεί κατά 3 ολόκληρες μονάδες και βρίσκονται ήδη στο υψηλότερο σημείο αποδόσεων από το 2008 (!).
Μαζί τους έχουν συμπαρασύρει και τα άλλα ευρωπαϊκά ομόλογα σπρώχνοντας τις αποδόσεις υψηλότερα.
Την ανοδική τάση των αποδόσεων έχουν ακολουθήσει και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, αλλά με «μειωμένη» ταχύτητα, καθώς αφ’ ενός τα ελληνικά ομόλογα ήταν ήδη υψηλότερα από όλα τα ευρωπαϊκά και αφ’ εταίρου γιατί στα ελληνικά ομόλογα ήδη παίζεται το «παιχνίδι» της σχεδόν βέβαιης αναβάθμισης.
Το αποτέλεσμα είναι οι αποδόσεις μεν να συνεχίζουν να αυξάνονται, αλλά με μικρότερη ταχύτητα από ότι τα άλλα ομόλογα, με συνέπεια να μειώνεται το spread των ελληνικών ομολόγων τόσο με τα άλλα ομόλογα του ευρωπαϊκού νότου, όσο και με τα γερμανικά.
Σε τρέχουσες τιμές τα spreads με την Πορτογαλία και την Ισπανία είναι κάτω από την μονάδα και με τα γερμανικά τα spreads έχουν διολισθήσει κάτω από τα 180 bp (!). Όσο δε για την σύγκριση με τα ιταλικά ομόλογα, οι διαφορές πλέον έχουν αναστραφεί με τις ελληνικές αποδόσεις και τα spreads να παραμένουν χαμηλότερα από εκείνα του ιταλικού δημοσίου…
Βέβαια πέρα από το «παιχνίδι» της αναμονής αναβάθμισης στην νέα αυτή κατάσταση έχουν συμβάλει δύο κινήσεις οι οποίες παρά το εκλογικό περιβάλλον δείχνουν ότι δεν θα αλλάξουν τουλάχιστον μέσα στο 2023.
Από την μία το ελληνικό δημόσιο έχει μειώσει στο ελάχιστο τις εκδόσεις ομολογιακού χρέους (μόλις 7 δις ευρώ) και έχει αυξήσει την διοχέτευση χρέους στο εγχώριο επενδυτικό κοινό με βραχυπόθεσμους τίτλους (έντοκα) και από την άλλη συνεχίζει σταθερά το πρόγραμμα προεξόφλησης του μνημονιακού χρέους (GLF).
Με αυτά τα δεδομένα το παράδοξο της μικρής αύξησης των αποδόσεων και της ταυτόχρονης μείωσης των spreads μπορεί να εξηγηθεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.