Στην... πέραση που βρίσκουν στους επενδυτές τα ελληνικά ομόλογα αναφέρεται την Παρασκευή το Reuters, ενόψει των βουλευτικών εκλογών της Κυριακής, τονίζοντας πως τα ομόλογα της χώρας κινούνται κοντά στα επίπεδα που έχουν οι πρωτοκλασάτες χώρες στην περιφέρεια της Ευρωζώνης.
«Το ασφάλιστρο που ζητούν οι επενδυτές για τη διακράτηση του ελληνικού χρέους αντί αυτού των περιφερειακών χωρών με την υψηλότερη κατάταξη, όπως η Ισπανία, μειώνεται και θα μπορούσε ακόμη και να εξαφανιστεί εντελώς, καθώς το προφίλ του χρέους της έχει βελτιωθεί και η οικονομία της απολαμβάνει τη στήριξη των ευρωπαϊκών πόρων για τα επόμενα χρόνια» σημειώνει το δημοσίευμα.
Στο τέλος της κρίσης χρέος, ο ιδιωτικός τομέας της Ελλάδας ήταν εντελώς υποδανεισμένος, με έναν από τους χαμηλότερους δείκτες δανείων προς καταθέσεις μεταξύ των προηγμένων οικονομιών και ένα βαθύ επενδυτικό «χάσμα» σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, ανέφερε πρόσφατα σε έκθεση της η Bank of America.
Επιπλέον, σχεδόν το 80% του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα, με σταθμισμένη μέση διάρκεια σχεδόν 20 ετών και σταθερό κόστος εξυπηρέτησης.
Όπως υπενθυμίζει το Reuters, η χώρα έχει λάβει τρία διεθνή πακέτα διάσωσης από τη ζώνη του ευρώ και το ΔΝΤ ύψους 280 δισ. ευρώ από το 2010. Βγήκε από το τελευταίο πρόγραμμα διάσωσης τον Αύγουστο του 2018 και έκτοτε στηρίζεται στις αγορές χρέους για την κάλυψη των δανειακών της αναγκών.
«Όλοι αυτοί οι παράγοντες δικαιολογούν ένα στενότερο ή μηδενικό spread (έναντι της Ισπανίας)», δήλωσε ο Αθανάσιος Βαμβακίδης της BofA. «Η ελληνική αγορά (ομολόγων) δεν είναι τόσο ρευστή και τείνει να είναι πιο ευμετάβλητη, αλλά έχουμε πολλά καλά νέα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι τιμές είναι πλασματικές», πρόσθεσε.
Οι εκλογές και το χρέος
Η πολιτική σταθερότητα είναι επίσης κρίσιμη, όπως τονίζει το Reuters, κάνοντας αναφορά για τις ενισχυμένες πιθανότητες που έχει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη ώστε να εξασφαλίσει αυτοδυναμία στις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής λόγω του εκλογικού νόμου της ενισχυμένης αναλογικής.
Το spread των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων έναντι εκείνων της Ισπανίας υποχώρησε πρόσφατα στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2008, περίπου στις 27 μονάδες βάσης . Σε ολόκληρη τη νότια Ευρώπη, μόνο η Πορτογαλία και η Ισπανία διαπραγματεύονται με μικρότερο premium από την Ελλάδα σε σχέση με τη Γερμανία - το σημείο αναφοράς της Ευρωζώνης.
Οι αναλυτές πιστεύουν ότι τα spreads των περιφερειακών χωρών θα μπορούσαν γενικά να διευρυνθούν, καθώς οι τιμές των εν λόγω ομολόγων έχουν αυξηθεί πρόσφατα. Ωστόσο, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την Ελλάδα εξακολουθούν να είναι θετικές.
Η Goldman Sachs αναμένει ότι το χρέος της Ελλάδας ως προς το ΑΕΠ θα μειώνεται κατά 10% ετησίως και θα πέσει κάτω από τον αντίστοιχο της Ιταλίας το 2026, καθώς ο επενδυτικός οίκος προβλέπει ένα μικρό πλεόνασμα του ελληνικού πρωτογενούς ισοζυγίου σε συνδυασμό με ισχυρή οικονομική ανάπτυξη.
H Goldman υποστηρίζει ότι ακόμη και στο χειρότερο σενάριο, το οποίο περιλαμβάνει μια οικονομική συρρίκνωση κατά περίπου 1% μια διεύρυνση κατά 100 μονάδες βάσης του spread των αποδόσεων έναντι της Γερμανίας, δεν θα εκτρέψει την Ελλάδα ιδιαίτερα από την πορεία της όσον αφορά τη μείωση του λόγου χρέους.
Μέχρι το τέλος του 2023, ο δείκτης χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί σε περίπου 160%, ενώ ο δείκτης της Ιταλίας προβλέπεται στο 142%, σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις.
«Ο συνδυασμός της χαμηλής ευαισθησίας στα επιτόκια πολιτικής, χάρη στα προγράμματα οικονομικής βοήθειας που εξακολουθούν να ισχύουν, και η επενδυτική ώθηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (περίπου 3% του ΑΕΠ ετησίως) παρέχουν πρωτοφανή στήριξη στην ελληνική οικονομία», δήλωσε ο Φιλίπο Νταντέϊ της Goldman Sachs.
Η διαφορά μεταξύ των spreads της Ιταλίας και της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας μηδενίστηκε τον Νοέμβριο του 2019, αλλά διευρύνθηκε σημαντικά μετά τις εκλογές του Μαΐου στην Ελλάδα.
«Το κλειδί για το γιατί το spread των ελληνικών αποδόσεων είναι χαμηλότερο από εκείνο της Ιταλίας είναι ότι η Ελλάδα ουσιαστικά δεν έχει ανάγκη αναχρηματοδότησης τα επόμενα 10 χρόνια λόγω των μέτρων που ελήφθησαν πριν από 10 χρόνια κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους», δήλωσε ο Πιέτ Χάινες Κρίστιανσεν, διευθυντής έρευνας σταθερού εισοδήματος της Danske Bank.