«Το πρόβλημα της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι πρωτίστως θέμα μισθών», επισήμανε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Πελαγίδης.
Δεδομένου ότι στην τελευταία της συνεδρίαση στην Αθήνα, η ΕΚΤ έκανε την υπέρβαση να σταματήσει να «τσιμπάει» τα επιτόκια, να κάνει μια στάση και να αξιολογήσει αν είχαν επίδραση στην οικονομία και τις τιμές, σημείωσε, ερωτηθείς σχετικά στο ΕΡΤNEWS και την εκπομπή “Prime”, δήλωσε: «Το κλίμα στην Αθήνα ήταν πολύ ευχάριστο. Υπήρχε μια αίσθηση ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν τελειώσει με τις αυξήσεις των επιτοκίων και θα περίμεναν τα στοιχεία. Η πρόεδρος Λαγκάρντ πάντα τονίζει ότι πρέπει να δει τα στοιχεία και μετά να αποφασίσει μαζί με τους υπόλοιπους. Βέβαια, υπάρχει κάτι που έχει περάσει λίγο “στα ψιλά”. Είναι η αναθεώρηση του ΑΕΠ στην Ευρώπη που είναι επισήμως – 0,1 αντί για + 0,1. Μικρές διαφορές, αλλά δείχνουν κάτι. Αν και το τελευταίο τρίμηνο του έτους είναι μείον, τότε σημαίνει ότι η Ευρώπη είναι επισήμως σε ύφεση. Το δεύτερο είναι ότι αυτό που βλέπετε συμβαίνει μετά από μια παρατεταμένη αύξηση των επιτοκίων και σε ένα επίπεδο 4%. που δεν είναι μικρό. Υπάρχουν δε αυτοί που συνεχίζουν να τονίζουν, όπως ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, ότι το ρίσκο δεν έχει τελειώσει και ότι πρέπει να υπάρξει αναμονή».
Πρόσθεσε, ακόμη αναφορικά με την ακρίβεια και τους μισθούς: «Δεν θέλω να αξιολογήσω το πρόβλημα της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι πρωτίστως θέμα μισθών – και το θέμα των μισθών είναι ζήτημα επενδύσεων και παραγωγικότητας. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι, όπως έχουμε ένα αγαθό σαν το κινητό που είναι ένα διεθνές αγαθό και έχει μια αντιμετώπιση προσφοράς και ζήτησης, πολύ συγκεκριμένη. Καθορίζεται η τιμή του από αυτήν την σχέση προσφοράς και ζήτησης. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλά εγχώρια αγαθά. Σε κάθε περίπτωση, ο μισθός εδώ είναι αυτός που είναι. Και δεν μιλάω για τον μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και τον μισθό της ιδιωτικής οικονομίας που είναι η πλειοψηφία των ανθρώπων πάνω από 85 – 90%. Άρα η ακρίβεια ως σχέση μισθού – τιμών είναι ένα ζήτημα που αφορά τους μισθούς, ιδίως στην Ελλάδα, και οπωσδήποτε μετά αφορά και τις τιμές των αγαθών».