«Ανησυχούμε για τις υπερχρεωμένες χώρες με μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα και τις κυβερνήσεις που λειτουργούν σε εξαιρετικά κατακερματισμένα πολιτικά περιβάλλοντα και αγωνίζονται να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις», αναφέρει ο Alvise Lennkh-Yunus, επικεφαλής αξιολογήσεων του οίκου Scope για τα κράτη.
Οι παλαιόθεν πληγείσες από την κρίση χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος έχουν εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε μια ευνοϊκότερη μακροοικονομική τροχιά. Ωστόσο, δεν κινήθηκαν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης τόσο αποτελεσματικά τα τελευταία χρόνια χαλαρής νομισματικής πολιτικής για να αντιμετωπίσουν τις δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
Η Γαλλία και το Βέλγιο, φαίνεται να μην αναγνωρίζουν πλήρως τους οικονομικούς περιορισμούς τους. Τα κυβερνητικά σχέδια που στοχεύουν μόνο στη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους στους τρέχοντες αυξημένους δείκτες υποδηλώνουν ότι το χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται όποτε εμφανιστεί η επόμενη κρίση, αναφέρει η Scope για τις δύο αυτές χώρες.
Η πρόσφατη προς τα πάνω αναθεώρηση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Γαλλίας στο 5,5% του ΑΕΠ για το 2023 αμφισβητεί περαιτέρω το σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο, σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, μπορεί πλέον να απαιτήσει πρόσθετη εξοικονομήση πόρων περίπου 50 δισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ, τα επόμενα χρόνια.
Ομοίως, ελλείψει αλλαγών πολιτικής στο Βέλγιο μετά τις ομοσπονδιακές και περιφερειακές εκλογές του Ιουνίου, αναμένεται να καταγράφει το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ευρώπη, υπερβαίνοντας το 5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Αυτό θα οδηγήσει σε μια σταθερά αυξανόμενη τροχιά χρέους και το τρίτο υψηλότερο επίπεδο δημόσιου χρέους στην Ευρώπη έως το 2028, μετά την Ελλάδα και την Ιταλία.
«Το δύσκολο πλαίσιο για τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης πηγάζει από τρεις προκλήσεις: μέτρια ανάπτυξη, υψηλό δημόσιο χρέος και αυξανόμενες καταβολές για τόκους για εξυπηρέτηση χρέους, που συμπίπτουν με πιέσεις για υψηλότερες δαπάνες και επενδύσεις που προορίζονται κυρίως για τον γηρασμένο πληθυσμό, το περιβάλλον και την άμυνα», λέει ο Lennkh-Yunus. .
Συνδυαστικά, αυτές οι τάσεις θα επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς κατά περίπου 3%-4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο τα επόμενα χρόνια. Αυτό περιλαμβάνει σημαντικές επενδυτικές ανάγκες για να καταστεί ουδέτερος ως προς τον λιγνίτη έως το 2050, οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 0,5% έως 1% του ΑΕΠ ετησίως μόνο για τον δημόσιο τομέα, με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το δημόσιο χρέος είναι υψηλότερο στο σύνολο και οι δημοσιονομικές ανισότητες μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης έχουν διευρυνθεί μετά τις κρίσεις. Η διαφορά αναλογίας χρέους μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας αυξήθηκε από 38 εκατοστιαίες μονάδες το 2019 σε σχεδόν 50 εκατοστιαίες μονάδες, σε αντίθεση με τη σχεδόν μηδενική διαφορά μεταξύ του 1992 (όταν υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ) και του 2012, στο αποκορύφωμα της κρίσης στην Ευρωζώνη.
Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη επίσης με μεγάλες επενδυτικές ανάγκες για την εκπλήρωση των αμυντικών στόχων του ΝΑΤΟ, σε ορισμένες περιπτώσεις περίπου 0,5% έως 1% του ΑΕΠ, εκτός από τη στήριξη της Ουκρανίας. Επιπλέον, οι πολιτικές για τη βιομηχανία για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής για οικονομική αυτονομία και εθνική ασφάλεια θα συμπιέσουν επίσης τους ευρωπαϊκούς κρατικούς προϋπολογισμούς, μέσω χαμηλότερων φόρων και - ή πιο γενναιόδωρων επιδοτήσεων. Συνολικά, οι καθορισμένες προτεραιότητες πολιτικής της Ευρώπης συνεπάγονται υψηλότερες δαπάνες και επενδυτικές ανάγκες περίπου 3-4% του ΑΕΠ σε μια εποχή που η ανάπτυξη είναι μέτρια στην καλύτερη περίπτωση.
«Τα διαφορετικά επίπεδα δημόσιου χρέους συνεπάγονται διαφορετικές ικανότητες αντιμετώπισης του επόμενου σοκ. Τέτοιες αποκλίνουσες δημοσιονομικές θέσεις μπορεί να περιπλέξουν τις συζητήσεις σχετικά με τη μελλοντική αλληλεγγύη και τον επιμερισμό του δημοσιονομικού κινδύνου, ειδικά σε περίπτωση κλυδωνισμών για τη συγκεκριμένη χώρα και όχι για ολόκληρη την περιοχή», αναφέρει ο Lennkh-Yunus.