Οι προχθεσινές επισημάνσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, σχολιάζοντας την έρευνα της Eurobank περί αποταμίευσης στην Ελλάδα, χρήζουν οπωσδήποτε σχολιασμού και από... αγροτικής σκοπιάς. Διότι η ύπαιθρος ήταν μέχρι πριν κάποια χρόνια (ίσως και 20 χρόνια) μεγάλος αποταμιευτής.
Οι αγρότες ζούσαν ζωή λιτή, η αυτοκατανάλωση, όχι μόνο στα τρόφιμα, ήταν πολύ υψηλή, η αλληλοβοήθεια εξοικονομούσε πολλά χρήματα, οι πολυτέλειες άγνωστη λέξη. Βασικό μέλημα κάθε οικογένειας, ήταν να έχει γερό κομπόδεμα στην άκρη, διότι ο ΟΓΑ παρείχε ψήγματα κοινωνικής ασφάλισης και μηδενική πρόνοια. Άρα στην κακιά την ώρα τα χρήματα ήταν αναγκαία.
Επιπλέον, η αβεβαιότητα του εισοδήματος, ήταν στη φύση του αγροτικού επαγγέλματος. Οι αποζημιώσεις από ζημιές ήταν μικρές, τα φέσια της αγοράς μεγάλα και συχνά, τα καπρίτσια του καιρού που μείωναν τις παραγωγές πολλά, ενώ τα μέσα πρόληψης ή θεραπείας ζημιών ελάχιστα και λίγο αποτελεσματικά. Με την πάροδο του χρόνου, τα παραπάνω εξέλειπαν, αφού και ο ΕΛΓΑ επεκτάθηκε και τα μέσα προστασίας είναι πια πολλά και αποτελεσματικά. Η αβεβαιότητα του αγροτικού εισοδήματος αντιμετωπίστηκε...με το ενοίκιο από «διαμέρισμα στην πόλη» (αποταμίευση κι αυτή) που πέφτει κάθε μήνα!
Σήμερα, όλα αυτά δεν υπάρχουν. Οι κάτοικοι της υπαίθρου, ζουν με σύγχρονους όρους και καταναλωτικά πρότυπα και φυσικά με έξοδα του μέσου Έλληνα. Δηλαδή πολλά. Πάρα πολλά. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία, όταν κατά την διάρκεια των μνημονίων, κλήθηκαν να περάσουν από τον γκισέ της εφορίας, μια Δημόσια Υπηρεσία άγνωστη μέχρι τότε για τους πολλούς.
Η μεγάλη πτώση των αγροτικών εισοδημάτων των τελευταίων χρόνων, δεν αφήνει απολύτως κανένα περιθώριο για αποταμίευση, για την μεγάλη τουλάχιστον μάζα των αγροτών. Άρα με ευκολία θα κατέτασσε κάποιος τους αγρότες, στην ίδια μοίρα με τους ελεύθερους επαγγελματίες, που έχουν σύμφωνα με την έρευνα αρνητική αποταμιευτική συμπεριφορά, δηλαδή «τρώνε από τα έτοιμα».
Χάθηκε για την εθνική μας οικονομία, για το προβλεπόμενο τουλάχιστον μέλλον, μια σημαντική πηγή των τόσο χρήσιμων αποταμιεύσεων. Έχει όμως κάποιον άλλο ρόλο να παίξει ο αγροτικός κόσμος στην αλυσίδα, αποταμιεύσεις – επενδύσεις – ανάπτυξη; Και βέβαια έχει και μάλιστα σημαντικό: να γίνουν οι αγρότες επενδυτές!
Μη ξεχνάμε ότι οι αγροτική παραγωγή είναι μια καθαρά παραγωγική δραστηριότητα, η επέκταση της οποίας μεγεθύνει το ΑΕΠ της χώρας. Άρα όσο χρήσιμο είναι να αποταμιεύσεις, άλλο τόσο είναι και να επενδύσεις.
Όταν λοιπόν ένας αγρότης φυτεύει στο χωράφι του παραγωγικά δένδρα αντικαθιστώντας προβληματικά βαμβάκια, τότε επεκτείνει την δουλειά του και προσδοκά στο μέλλον αυξημένα σε σχέση με τα σημερινά οικονομικά οφέλη. Κάπως έτσι το ακτινίδιο έγινε εθνικό μας σουξέ, ενώ τα κεράσια μας που παράγονται σε κάμπους και βουνά εξάγονται μέχρι το Σεπτέμβρη.
Όταν ένας άλλος αγρότης επεκτείνει την καλλιέργειά του ενοικιάζοντας το διπλανό του χωράφι, τότε κατακτά οικονομίες κλίμακας, άρα κι αυτός συνεισφέρει στο εθνικό ζητούμενο, την αύξηση της παραγωγής μέσω της παραγωγικότητας. Όταν ένας τρίτος, ανανεώνει τον ελαιώνα του ριζικά, δηλαδή φρεσκάρει τα δέντρα του, ελπίζει σε περισσότερο και καλύτερο λάδι στο μέλλον.
Κάπως έτσι σαρώνουμε το ένα μετά το άλλο βραβεία και οι εξαγωγές μας καλά κρατούν. Όταν ο ίδιος ή κάποιος άλλος, αντικαταστήσει μόνος του το παλιό του σύστημα άρδευσης με στάγδην που και νερό εξοικονομεί, και ποτίζει όποτε θέλει και έχει μικρότερο λειτουργικό κόστος, τότε η συνεισφορά του γίνεται εκτός από οικονομική και περιβαλλοντική. Τέλος όταν κάποιος, τον χειμώνα που δεν έχει πολλές δουλειές, μετατρέπει την παλιά του πλατφόρμα ώστε να φορτώνονται ευκολότερα, γρηγορότερα και περισσότερα δέματα ζωοτροφής για να παραχθεί γάλα για φέτα και αυτό συμβάλει στο μέγεθος των δυνατοτήτων του, στην βελτίωση της εθνικής παραγωγικότητας.
Έτσι δεν έγινε και με το κελυφωτό φυστίκι; Δεκάδες παραγωγοί, αυτοχρηματοδότησαν μικρές σχετικά εκμεταλλεύσεις και τώρα 7 ή 10 χρόνια αργότερα, σοδεύουν τα πρώτα τους φυστίκια, ένα καθαρά εξαγωγικό προϊόν, με τιμή παραγωγού 10 ευρώ! Δηλαδή κάθε τσουβάλι ξεπερνάει σε αξία τα 200 ευρώ!
Ένα σωρό μικροδουλειές μπορούν να γίνουν με ελάχιστα χρήματα, πολλές φορές χωρίς να ανατρέξει κανείς στα 4.000 ευρώ, που είναι το μέσο υπόλοιπο του αποταμιευτικού λογαριασμού στην ελληνική επαρχία. Και το σημαντικότερο, οι περισσότερες από αυτές τις δράσεις χρησιμοποιούν σε μεγάλη έκταση ελληνικά προϊόντα.
Και επειδή είναι βέβαιο ότι κάποιοι θα θελήσουν να υποτιμήσουν τη σημασία των παραπάνω ως μικρά και ασήμαντα, ας θυμηθούμε ότι σύμφωνα με την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, το μέσο υπόλοιπο του αποταμιευτικού λογαριασμού στην επαρχία είναι κάτω από 4.000 ευρώ. Με τα χρήματα αυτά μπορείς άραγε να κάνεις κάτι παραγωγικό;
Πριν συνεχίσουμε και για να φέρουμε όλα τα παραπάνω σε πραγματικά μεγέθη, υπολογίστε ότι στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν 100.000 παραγωγικές αγροτικές οικογένειες. Εάν βάζαμε στόχο, κάθε ένα ή δύο χρόνια, κάθε μία οικογένεια να κάνει μια μικρή παραγωγική δράση, τότε θα πολλαπλασιάζαμε το μικρό όφελος με το 100.000 και το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά αμελητέο θα ήταν. Τι να κάνουμε, εκεί φτάσαμε να μετράμε τα ρέστα μας...
Σηκώνεται κάποιος κάθε πρωί το Νοέμβρη μήνα και πηγαίνει στο χωράφι να σκάψει λάκκους φύτευσης. Και όταν αυτοί φτάσουν τους 300 τον αριθμό, πηγαίνει στο φυτώριο δίνει 500-600 ευρώ, παίρνει 300 φυτά, τα φυτεύει τις επόμενες ημέρες, τα ποτίζει, θα βρέξει και στη συνέχεια και σε τρία- τέσσερα χρόνια έχει τις πρώτες ελιές, τα πρώτα βερίκοκα, τα πρώτα σύκα. Κόστος ελάχιστο, όφελος σημαντικότατο.
Αυτός, έχει μάλλον περάσει κάτω από τα ραντάρ της στατιστικής υπηρεσίας περί επενδύσεων, αλλά έχει καταγραφεί από τα αντίστοιχα της ΤτΕ, ότι μειώθηκαν οι καταθέσεις του! Στα 3 ή 4.000 ευρώ μέσο υπόλοιπο ανά λογαριασμό, τα 1.000 ευρώ που σήκωσε από το λογαριασμό για να φυτέψει τα δένδρα, στατιστικά είναι - 25%.
Στα κελυφωτά φυστίκια (πραγματικό παράδειγμα), έχει σχεδόν διπλασιαστεί η καλλιεργούμενη έκταση, το μεγαλύτερο μέρος με αυτοχρηματοδότηση.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι οι στατιστικές θα έχουν τρόπο να υπολογίζουν αυτές τις μικρο-επενδύσεις των αγροτών σε οικονομικούς όρους. Αλλά εδώ οι στατιστικές εκτιμήσεις ωχριούν μπροστά στα ουσιαστικά οφέλη για την αγροτική και κατά συνέπεια την εθνική οικονομία, χωρίς μάλιστα να έχει πάει στην τράπεζα να χρησιμοποιήσει τις αποταμιεύσεις κάποιου άλλου!
Τα παραπάνω, εξυπηρετούν την ανάγκη να δειχθεί ότι ένας ολόκληρος κόσμος, αυτός της αγροτικής οικονομίας και της ζωής στην ύπαιθρο, μπορεί και κινείται αναπτυξιακά έξω από τους συμβατικούς κανόνες της υπόλοιπης οικονομίας. Και όταν δημιουργήσεις ένα κτήμα με 300 βερικοκιές, (παράδειγμα πραγματικό) πρώτον εφοδιάζεις το χωριό σου και την γύρω περιοχή και μετά πετάγεσαι και μέχρι το γειτονικό τουριστικό μέρος να τροφοδοτήσεις τα 3 μανάβικα που θα γράψουν στην ταμπέλα «Βερίκοκα Ντόπια».
Και μη μου πείτε ότι σιγά το πράγμα, διότι ο μανάβης ξέρεις καλύτερα, αφού το Ντόπια το γράφει πάντα με Κεφαλαία γράμματα, άρα πουλάει!
Το ίδιο συμβαίνει και με το μέλι. Μεγάλο μέρος των τουριστών, Ελλήνων και αλλοδαπών, ρωτούν σχεδόν συνωμοτικά τον ξενοδόχο, (πραγματικό παράδειγμα) εάν υπάρχει στην περιοχή να αγοράσουν ντόπιο μέλι.
«Βεβαίως, είναι ένα παιδί που έχει φτιάξει μόνος του αρκετά μελίσσια τελευταία και μπορεί να σας δώσει εκλεκτό προϊόν: ορίστε το τηλέφωνό του». Το να φτιάξεις μόνο σου αρκετά μελίσσια, δεν είναι και κανένα άθλος, ούτε οικονομικός ούτε πραγματικός. Με μία μόνο προϋπόθεση: να ξέρεις την τέχνη του μελισσοκόμου! Εστιάζουμε στην μελισσοκομία που είναι όντως μια δουλειά με απαιτήσεις, αλλά για να κάνεις οτιδήποτε στην πρωτογενή παραγωγή χρειάζεται να ξέρεις τη σχετική τέχνη και τεχνική: να κλαδέψεις σωστά, να ποτίσεις έγκαιρα, να λιπάνεις και ψεκάσεις υπεύθυνα.
Δυστυχώς αυτό ακριβώς είναι που χάνεται στη σύγχρονη αγροτική Ελλάδα: οι δεξιότητες του παρελθόντος. Εδώ και χρόνια, η αγροτική πολιτική εστίασε μονομερώς στις λεγόμενες μεγάλες καλλιέργειες, αυτές που ακούγατε το χειμώνα στα μπλόκα, τα βαμβάκια, τα καλαμπόκια, τη βιομηχανική τομάτα, κι έδωσε ελάχιστη σημασία στην διατήρηση και εκσυγχρονισμό του αγροτικού επαγγέλματος. Έτσι, στο χωριό μας, που κάποτε ήταν ονομαστό για τα πεπόνια του, είναι ζήτημα εάν σήμερα το 10% των σύγχρονων καλλιεργητών ξέρουν την καλλιέργειά του. Ούτε έχουν το «στήσιμο» να μπορέσουν να καλλιεργήσουν τα αντικειμενικά γευστικά πεπόνια που μπορεί να δώσει η περιοχή μας.
Επομένως, η συνέχιση της καλλιέργειας βαμβακιού και καλαμποκιού μοιάζει μονόδρομος. Προς την καταστροφή θα συμπλήρωνε κάποιος…
Στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας, χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις για να προστεθεί καινούργιο προϊόν. Στην αγροτική οικονομία, μπορεί κάποιος που συγκεντρώνει τις σχετικές προϋποθέσεις, έχει κάποια χρήματα και όρεξη για άφθονη δουλειά να πετύχει πολλά. Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται να αλλάξουν οι όροι του παιγνιδιού. Να δημιουργηθεί ένα κλίμα ενθουσιασμού, ανάπτυξης και περηφάνιας, όπως αυτό που έγραψαν οι Αμερικάνοι αγρότες όταν ξεκίνησαν τον θερισμό των σιτηρών: «Οι Αμερικάνοι αγρότες, υπερήφανα, παράγουν το φαγητό για τους Αμερικάνους πολίτες!».
Δυστυχώς, με τα όσα μας βρήκαν τα τελευταία χρόνια, τίποτε από τα παραπάνω δεν ισχύουν. Το κλίμα στην επαρχία είναι εξαιρετικά κακό, αντιαναπτυξιακό, με στόχευση μόνο στην διαχείριση μιας μίζερης καθημερινότητας.
Η ανατροπή της σημερινής μίζερης κατάστασης, δεν απαιτεί ούτε μεγάλες αποταμιεύσεις ούτε κολοσσιαίες επενδύσεις, ούτε πολύπλοκα business plans για χρηματοδότηση. Απαιτεί ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του στο κοινωνικό επίπεδο: οι Δημόσιες και Δημοτικές αρχές, οι Αιρετοί, οι οικονομικές ελίτ, οι επιστημονική κοινότητα, οι έμποροι.
Εάν ανατραπεί το πτωτικό αυτό κλίμα έλλειψης αυτοπεποίθησης και πεισθεί μέρος των αγροτών ότι οι κόποι τους θα βρουν γόνιμο έδαφος, τότε να περιμένετε θαύματα. Διότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις: 30 εκατ. άνθρωποι μας επισκέπτονται κάθε χρόνο, μια από τις καλύτερες γαστρονομικές κουλτούρες διαθέτουμε, όλο και κάτι θα κάνουμε. Μια χαρά δίκτυα εξαγωγών έχουμε, θα τα εκμεταλλευτούμε καλύτερα.
Ένα μεγάλο ταξίδι, ξεκινάει από το πρώτο βήμα!