Σε μία κομβική απόφαση, η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκιά της κατά 25 μονάδες βάσης στη σημερινή της συνεδρίαση, για πρώτη φορά σε διάρκεια πέντε ετών, αφήνοντας ωστόσο να πλανάται ένα «πέπλο» αβεβαιότητας ως προς τις επόμενες κινήσεις της, από τη στιγμή δε, που αναγνώρισε ότι δεν θα καταφέρει να πιάσει το στόχο του 2% για τον πληθωρισμό τον επόμενο χρόνο, με βάση τις νέες ανοδικά αναθεωρημένες προβλέψεις της.
Με την κίνηση αυτή, άνοιξε τον «χορό» των επιτοκιακών μειώσεων πριν από την Federal Reserve και την Τράπεζα της Αγγλίας, επικαλούμενη την αυξανόμενη εμπιστοσύνη της για την καθοδική πορεία του πληθωρισμού, από το 10,6% τον Οκτώβριο του 2022 στο 2,6% με βάση τα στοιχεία του Μαΐου, αλλά και την αξιοπιστία/ισχύ των προβλέψεών της, δεδομένου ότι υπάρχει μία απόκλιση μόλις 0,1% ανάμεσα στις εκτιμήσεις της και τις μετρήσεις τους τελευταίους μήνες.
Η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε ότι η παραπάνω εμπιστοσύνη θα πρέπει να ανανεωθεί με βάση κάθε φορά τα εκάστοτε στοιχεία και σε κάθε συνεδρίαση ξεχωριστά, γιατί, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε, «γνωρίζουμε την κατεύθυνση και τον προορισμό του ταξιδιού μας, αλλά είναι άκρως αβέβαιη η πορεία και η διάρκεια». Και με την φράση αυτή αναφέρθηκε σε μία σειρά από αβεβαιότητες, συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων, που καθιστούν αναγκαία τη διατήρηση της νομισματικής πολιτικής σε περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα χρειαστεί για την επιστροφή, εγκαίρως, του πληθωρισμού στο στόχο του 2%.
Η Λαγκάρντ ανέφερε ότι η νομισματική πολιτική είναι σε περιοριστικό επίπεδο και μάλιστα σε πιο περιοριστικό από αυτό του Σεπτεμβρίου, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο της μέχρι τώρα σύσφιξης και εξήγησε ότι με τη σημερινή μείωση αυτό που κάνει η ΕΚΤ είναι να αποσύρει αυτό το περιοριστικό επίπεδο και υπό αυτή την έννοια η κεντρική τράπεζα βρίσκεται ακόμη μακριά από το ουδέτερο επιτόκιο. Έκανε ειδική μνεία στον πληθωρισμό υπηρεσιών, που έχει ανέβει στο 4,1% από 3,7%, κυρίως λόγω του υψηλού μισθολογικού κόστους, το οποίο το βλέπει να μειώνεται σταδιακά το 2025.
Στο ανακοινωθέν, επαναλαμβάνεται επίσης το σχέδιο της ΕΚΤ για το πρόγραμμα ποσοτικής σύσφιξης, όπως ακριβώς είχε αναφερθεί και στη συνεδρίαση του Απριλίου. Η ΕΚΤ επιβεβαίωσε ότι θα μειώσει τις διακρατήσεις της σε τίτλους που έχει αγοράσει στο πλαίσιο του πανδημικού ΡΕΡΡ κατά 7,5 δισ. ευρώ μηνιαίως στο δεύτερο εξάμηνο του 2024 και θα συνεχίσει να επανεπενδύει τους εν λόγω τίτλους έως τα τέλη του τρέχοντος έτους. Οι λεπτομερείς όροι της μείωσης αυτής θα είναι αντίστοιχοι με αυτούς που ίσχυαν για το κανονικό πρόγραμμα ΑΡΡ. Επίσης, υπογράμμισε ότι δεν θα επενδύει τους τίτλους στο πλαίσιο του ΑΡΡ που φθάνουν στη λήξη τους.
Δεν θέλουν τα «γεράκια» μείωση τον Ιούλιο
Αυτό που εκπέμπει τόσο το ανακοινωθέν της ΕΚΤ όσο και οι δηλώσεις Λαγκάρντ είναι αρκετή επιφυλακτικότητα σε συνεχείς μειώσεις των επιτοκίων και γενικά μία κεντρική τράπεζα που δεν βιάζεται να κάνει κινήσεις.
Πέντε πηγές εκ των έσω της ΕΚΤ ανέφεραν στο Reuters ότι θεωρούν απίθανη την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων τον Ιούλιο, στον απόηχο των ισχυρότερων του αναμενομένου στοιχείων για την οικονομία της Ευρωζώνης. Αυτό δείχνει σαφώς ότι υπερίσχυσαν τα «γεράκια», τα οποία έχουν επανειλημμένως ζητήσει μία παύση μετά τη μείωση του Ιουνίου, με πηγές του Reuters να φωτογραφίζουν μάλιστα τον Αυστριακό κεντρικό τραπεζίτη Ρόμπερτ Χόλτσμαν ως το μέλος του δ.σ. που τάχθηκε κατά της σημερινής μείωσης, επικαλούμενος την αύξηση του πληθωρισμού Μαίου. Οι διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής συμφώνησαν, με βάση τις πηγές, να μην δώσουν καμία κατεύθυνση για την επόμενη συνεδρίαση της 18ης Ιουλίου, επειδή ο δρόμος για τον πληθωρισμό είναι γεμάτος από έντονες διακυμάνσεις και αβεβαιότητα.
Η προσοχή έχει μετατοπιστεί τώρα στη συνεδρίαση στις 12 Σεπτεμβρίου, όταν η ΕΚΤ θα ανανεώσει τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό και την οικονομία. Μία μάλιστα πηγή ανέφερε ότι η επιτοκιακή μείωση το Σεπτέμβριο θα είναι δικαιολογημένη εάν οι προβλέψεις της ΕΚΤ για το τελευταίο τρίμηνο του 2025 κυμαίνονται σε ένα επίπεδο μεταξύ 1,9% και 2%.
Κάποιοι επιμένουν ότι «ο πραγματικός ελέφαντας στο δωμάτιο» παραμένει η Fed και το εάν θα αρχίσει ή θα καθυστερήσει τις μειώσεις των επιτοκίων της. Μία πιο περιοριστική νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ θα σημάνει ένα πιο εξασθενημένο ευρώ και υψηλότερο εισαγόμενο πληθωρισμό, ενώ θα μπορούσε να αυξήσει τις ομολογιακές αποδόσεις. «Η ταχύτητα των επιτοκιακών μειώσεων θα εξαρτηθεί από τις ΗΠΑ και την Fed», ανέφερε ο Μόχιτ Κούμαρ, οικονομολόγος της Jefferies. «Σε περίπτωση που η Fed δεν μειώσει τα επιτόκιά της φέτος, θα περιμένουμε μόνο δύο μειώσεις από την ΕΚΤ έως τέλη του έτους», τόνισε.
Το δίλημμα της ΕΚΤ
Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω προκλήσεις, η μείωση των επιτοκίων ήταν το εύκολο κομμάτι. Ο δρόμος προς τη νομισματική χαλάρωση αποδεικνύεται δύσκολος. Η ΕΚΤ σημείωσε ότι ο πληθωρισμός μετριάζεται αλλά με αργό ρυθμό, γεγονός που επιτρέπει στους σκληροπυρηνικούς της Φρανκφούρτης να επιμείνουν ότι οι περαιτέρω επιτοκιακές μειώσεις θα πρέπει να καθυστερήσουν. Όμως, βάζοντας το πόδι στο φρένο αυτή τη στιγμή, αυτό θα μπορούσε να πλήξει την αναιμική ανάκαμψη.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει επαναλάβει πολλάκις ότι η κεντρική τράπεζα είναι απόλυτα εξαρτημένη από τα δεδομένα, που σημαίνει ότι αναλύει και αντιδρά σε αυτά που δείχνουν οι μετρήσεις και τα νούμερα, αντί να ακολουθεί μία προδιαγεγραμμένη πορεία. Το πρόβλημά της ωστόσο είναι ότι τα νούμερα αυτά δεν «συνεργάζονται», όπως έδειξαν τα τελευταία στοιχεία για πληθωρισμό και μισθολογικές αυξήσεις, την ώρα που η οικονομία του ευρώ ανεβάζει ταχύτητα μετά από πέντε τρίμηνα στασιμότητας.
Η Λαγκάρντ και οι συνάδελφοί της κατάφεραν να κατεβάσουν τον πληθωρισμό, χωρίς να προκαλέσουν κατάρρευση της οικονομίας, παρά μόνο μία σύντομη ύφεση στο τέλος του 2023. Το θέμα τώρα είναι ότι εάν η ΕΚΤ παραμείνει «κολλημένη» στα στοιχεία, ενδεχομένως να μην μπορέσει να μειώσει τόσο γρήγορα τα επιτόκια με τον πληθωρισμό να παραμένει επίμονα υψηλός. Εάν πάλι επιλέξει να προχωρήσει σε περαιτέρω μειώσεις, κινδυνεύει να ανεβάσει τον πληθωρισμό υψηλότερα. Διατηρώντας ωστόσο την πολιτική περιοριστική, όπως είπε η Λαγκάρντ, υπάρχει ο κίνδυνος να υπονομευθεί αυτή η αναιμική ανάκαμψη που έχει αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα. Σύμφωνα με έρευνα της S&P Global με συμμετοχή 5.000 επιχειρήσεων, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη είναι σε υψηλό 27 μηνών, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις μετριάζονται.
Η διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα θα μπορούσε να κάμψει αυτή την εμπιστοσύνη και να περιορίσει την ικανότητα των επιχειρήσεων για δανεισμό ούτως ώστε να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις, το εμπόριο και τις νέες προσλήψεις. Και με την αμερικανική οικονομία να τρέχει με ρυθμό 2,7% φέτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις, ένα ποσοστό μόλις 0,9% για την Ευρωζώνη δεν είναι αρκετό για να τονώσει την ανάπτυξη.