Οι δυτικές χώρες που κάνουν προσπάθεια να απεξαρτηθούν από την κυριαρχία της Κίνας στον χαλκό θα μπορούσαν να καθυστερήσουν την ενεργειακή τους μετάβαση, πέρα από το να βρεθούν αντιμέτωπες με αύξηση του κόστους, ενώ μια πλήρης αντικατάσταση θα ήταν «ανέφικτη», σύμφωνα με την Wood Mackenzie.
Η Κίνα ηγείται παγκοσμίως σε βασικά τμήματα της αλυσίδας εφοδιασμού χαλκού, με το κρίσιμο μέταλλο να χρησιμεύει ως σημαντικό συστατικό σε αναδυόμενες τεχνολογίες όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η αποθήκευση ενέργειας και τα ηλεκτρικά οχήματα.
Καθώς οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία και οι ευρωπαϊκές χώρες επιδιώκουν να εκτοπίσουν την κυριαρχία της χώρας στον χαλκό μέσω επιδοτήσεων και επενδύσεων, η Wood Mackenzie προειδοποιεί ότι οι παράλληλοι στόχοι της απαλλαγής από τον άνθρακα και της μειωμένης εξάρτησης από το Πεκίνο αλληλοσυγκρούονται.
«Θα χρειαστεί να δοθούν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για να αναπτυχθεί νέα ικανότητα επεξεργασίας και παραγωγής χαλκού ούτως ώστε να αντικατασταθεί η Κίνα», ανέφερε η εταιρεία ανάλυσης δεδομένων των φυσικών πόρων σε έκθεση που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη, προσθέτοντας ότι η ζήτηση για το μέταλλο θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 75% σε 56 εκατομμύρια τόνους έως το 2050.
«Αυτό θα δημιουργούσε αναποτελεσματικότητα που θα οδηγούσε σε σημαντικά υψηλότερες τιμές τελικών προϊόντων και θα αύξανε το κόστος και τον χρόνο της ενεργειακής μετάβασης», πρόσθεσε.