To πάλαι ποτέ οικονομικό θαύμα της Γερμανίας αρχίζει να τρίζει και μάλιστα στα θεμέλιά του που είναι η βαριά βιομηχανία. Και όλα αυτά την ώρα που η Γερμανία θα είναι η τιμώμενη χώρα στην 88η ΔΕΘ, σε μία προσπάθεια να αναδειχθεί το εύρος της οικονομίας της και οι επιχειρηματικοί και οικονομικοί δεσμοί της με την Ελλάδα.
Δυστυχώς όμως, η χρονική συγκυρία είναι η χειρότερη για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, καθώς η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο συμβολική στιγμή στην ιστορία της βιομηχανικής παρακμής της, αφότου η κορυφαία αυτοκινητοβιομηχανία της είναι έτοιμη να περάσει τον Ρουβίκωνα του κλεισίματος των εργοστασίων. Η ανακοίνωση της VW είναι κάτι περισσότερο από μια καθυστερημένη αναγνώριση της επιχειρηματικής πραγματικότητας, αποτελεί πλήγμα για την εικόνα της χώρας ως κινητήρια δύναμη της αυτοκινητοβιομηχανίας και μιας οικονομίας που ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγός στον κόσμο μόλις πριν από μερικά χρόνια.
Οι τριγμοί έχουν περάσει και στο πολιτικό επίπεδο, με το αντι-μεταναστευτικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία, γνωστό ως AfD, και τους αριστερούς λαϊκιστές να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος. Το χειρότερο όμως είναι ότι το κυρίαρχο πολιτικό κατεστημένο αποδείχθηκε ανίσχυρο να σταματήσει την προέλαση αυτή.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, τα εκλογικά τους κέρδη επέφεραν ακόμη ένα χτύπημα στον ήδη δοκιμαζόμενο από αντιπαραθέσεις συνασπισμό του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς. Μακροπρόθεσμα, με τις ομοσπονδιακές εκλογές στον ορίζοντα το 2025, το ερώτημα είναι πώς θα αντιμετωπιστεί η βασική αιτία της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων. Πολλά θα εξαρτηθούν και από το εάν η Γερμανία θα μπορέσει να κάνει ένα άλλο οικονομικό θαύμα: μια ταχεία μετάβαση από την κατασκευή και εξαγωγές αυτοκινήτων σε μια ισχύ καθαρής ενέργειας που βρίσκεται στην πρωτοπορία των τσιπ και των μπαταριών.
Οι ρίζες του προβλήματος
Το χρονικό της παρακμής της VW - μια προειδοποίηση για το τι πρόκειται να συμβεί σε μία εταιρεία που μένει πίσω από την εποχή της - αντικατοπτρίζει τα τρωτά του μοντέλου επιτυχίας της Γερμανίας και θέτει υπό αμφισβήτηση το προβάδισμα της οικονομικής κινητήριας δύναμης της Ευρώπης στη Γηραιά Ήπειρο.
«Τα προβλήματα της Volkswagen προκαλούνται εν μέρει από την ίδια λόγω κακών επιχειρηματικών αποφάσεων, αλλά η VW είναι επίσης αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των τεράστιων δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Γερμανία ως έδρα επιχειρήσεων. Η Γερμανία χάνει την ανταγωνιστικότητά της εδώ και χρόνια και αυτό επηρεάζει τώρα και την κορωνίδα του στέμματος της γερμανικής οικονομίας», δήλωσε στο Bloomberg o Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής μακροοικονομικής στην ING.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι η κάμψη της υψηλά ειδικευμένης και καλά αμειβόμενης μεταποιητικής εργασίας, με τους βιομηχανικούς γίγαντες να αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τις υψηλές τιμές ενέργειας, τις χαμηλές εξαγωγές και την τεχνολογική αλλαγή. Ενώ η Γερμανία εξακολουθεί να προσθέτει πολλές χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, η ζωτικής σημασίας αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας των 564 δισ. ευρώ προσπαθεί να επιβιώσει από τη μετάβαση σε αυτοκίνητα με μπαταρία, τα οποία δεν απαιτούν τόσο πολύπλοκη μηχανική - ή εργασία - όσο αυτά που κινούνται με βενζίνη.
Το κλείσιμο μεμονωμένων εργοστασίων είναι καταστροφικό για τις τοπικές κοινωνίες και έχει πολιτικό τίμημα για τον Σολτς. Παρότι η σημασία της αυτοκινητοβιομηχανίας για τη γερμανική οικονομία έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, παραμένει ένας πολύ κρίσιμος τομέας. Τα αυτοκίνητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ταυτότητας της Γερμανίας και η ιστορία της VW είναι η ιστορία της μεταπολεμικής Γερμανίας. Η αυτοκινητοβιομηχανία δημιουργεί περίπου το 4% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της γερμανικής οικονομίας, με ένα επιπλέον 4% όταν λαμβάνονται υπόψη συναφείς τομείς όπως η κατασκευή μετάλλων ή καουτσούκ, σύμφωνα με το Bloomberg Economics.
Χρόνιες υποεπενδύσεις
Με την αλλαγή του 21ου αιώνα, η ικανότητα της VW να εκμεταλλεύεται τη ζήτηση από μια ανερχόμενη κινεζική μεσαία τάξη τη βοήθησε να αψηφήσει τη μοίρα των αντιπάλων της στο Ντιτρόιτ. Στη συνέχεια, όμως, η εξάρτησή της από τους Ασιάτες καταναλωτές έγινε πρόβλημα. Υπό την παρακολούθηση διαδοχικών κυβερνητικών συνασπισμών στο Βερολίνο, η βιομηχανική παραγωγή έχει διαβρωθεί από την άνοδο της προηγμένης κινεζικής μεταποίησης και τις διαδοχικές κρίσεις από την πανδημία έως τον περιορισμό των φθηνών εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου στον απόηχο της εισβολής στην Ουκρανία.
Και βεβαίως, υπάρχει και το ευρύτερο ζήτημα της χώρας ως επιχειρηματικής περιοχής. Με τις υποδομές να τρίζουν από δεκαετίες υποεπενδύσεων στο όνομα σχεδόν ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και τη μεγάλη γραφειοκρατία που έχει πνίξει πολλές επιχειρήσεις, μια έρευνα 180 οικονομολόγων από το ινστιτούτο Ifo κατέληξε στο συμπέρασμα τον Μάιο ότι η Γερμανία στερείται ελκυστικότητας ως τόπος επιχειρείν.
Η απάντηση της κυβέρνησης Σολτς, σε μια βιαστική προσπάθεια να κατευνάσει τους ψηφοφόρους στα ανατολικά κρατίδια, ήταν σε μεγάλο βαθμό να χορηγήσει γενναιόδωρες επιδοτήσεις σε εταιρείες που ανοίγουν εργοστάσια εκεί. Αυτή η προσέγγιση από μόνη της δεν θα διορθώσει τη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της χώρας μακροπρόθεσμα, δήλωσε ο Γιενς Σπαν, βουλευτής από το αντιπολιτευόμενο CDU που υπηρετεί στην επιτροπή οικονομίας στο κοινοβούλιο.
Προειδοποίησε αυτή την εβδομάδα ότι η VW είναι απλώς «η κορυφή ενός μεγάλου παγόβουνου». «Οι γερμανικές εταιρείες μπορούν να συνεχίσουν τις υψηλές επιδόσεις τους εάν ακολουθήσουν τις πιο πρόσφατες τεχνολογίες και προϊόντα υψηλής ποιότητας διατηρώντας παράλληλα το κόστος υπό έλεγχο. Η Γερμανία εξακολουθεί να έχει πολλούς ηγέτες στην παγκόσμια αγορά, ειδικά μεταξύ των λεγόμενων κρυφών πρωταθλητών της, οι οποίοι κυριαρχούν στις εξειδικευμένες αγορές», εξήγησε.
Το σύστημα εργασίας
Η απασχόληση στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας κορυφώθηκε το 2018 και μειώθηκε κατά 6,5% σε 780.000 εργαζόμενους πέρυσι. Είναι πιθανό να μειωθεί περαιτέρω καθώς ο ανταγωνισμός από ξένες μάρκες ηλεκτρικών οχημάτων απειλεί τη Volkswagen, τη Mercedes-Benz και τη BMW. Σκληρά έχει πληγεί και το εγχώριο δίκτυο προμηθευτών των αυτοκινητοβιομηχανιών με έρευνα της εταιρείας συμβούλων Horvath σε 50 από αυτούς να δείχνει ότι το 60% σχεδιάζει να μειώσει το γερμανικό εργατικό δυναμικό τα επόμενα πέντε χρόνια.
Η Continental, ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής της Γερμανίας με ετήσια έσοδα 41,4 δισ. ευρώ, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον κλάδο των ανταλλακτικών αυτοκινήτων και να επικεντρωθεί στα ελαστικά. Καταργεί χιλιάδες θέσεις εργασίας καθώς ετοιμάζεται να αποσυναρμολογήσει τη μονάδα αισθητήρων και συστημάτων πέδησης.
Σε άλλους τομείς, μεγάλες εταιρείες όπως η SAP, η Miele και η Bayer έχουν ανακοινώσει περισσότερες από 55.000 περικοπές θέσεων εργασίας φέτος μέχρι στιγμής, σύμφωνα με υπολογισμούς των Financial Times - αν και ορισμένες από αυτές βρίσκονται εκτός Γερμανίας. Άλλοι βιομηχανικοί κολοσσοί, όπως η Thyssenkrupp και η BASF διαπραγματεύονται με τα συνδικάτα εν όψει ενός ακόμη άγνωστου αριθμού απολύσεων.
Ο Μπερντ Φιτσζενμπέργκερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Έρευνας για την Απασχόληση, περιέγραψε την κατάσταση στην αγορά εργασίας της Γερμανίας ως ιδιαίτερα ανησυχητική. «Ορισμένοι blue-chips έχουν αρχίσει να αμφισβητούν τις επιχειρήσεις στη Γερμανία που ήταν ανέκαθεν πολύ επιτυχημένες», είπε χαρακτηριστικά.
Επίσης, με την οικονομία να συρρικνώνεται κατά τα τρία από τα τελευταία έξι τρίμηνα, ορισμένοι πιστεύουν ότι οι εταιρείες κρατούν περισσότερους εργαζομένους από αυτούς που χρειάζονται. Αντί να χάσουν θέσεις εργασίας, οι άνθρωποι κρατούνται λόγω των φόβων ότι η ταχεία γήρανση της γερμανικής κοινωνίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτεταμένη έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων.
«Πριν από είκοσι χρόνια, δύο χρόνια αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης θα είχαν προκαλέσει πολύ μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας», δήλωσε στους FT ο Χόλγκερ Σκόφερ, ειδικός στην αγορά εργασίας στο Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο IW, μια δεξαμενή σκέψης που χρηματοδοτείται από εργοδότες. Η αύξηση της ανεργίας μπορεί επίσης, τουλάχιστον εν μέρει, να εξηγηθεί από την εισροή 1 εκατομμυρίου προσφύγων από την Ουκρανία, εκ των οποίων τα τρία τέταρτα είναι σε ηλικία εργασίας. Αν και 200.000 έχουν βρει δουλειά, 210.000 λαμβάνουν επίδομα ανεργίας και άλλοι 300.000 βρίσκονται σε προγράμματα κατάρτισης.
Καθώς οι εργαζόμενοι προστατεύονται από τους αυστηρούς νόμους για την απασχόληση της Γερμανίας, οι εταιρείες προσπαθούν να αποφύγουν τις απολύσεις, αντί να προσπαθούν να βρουν συναίνεση με τα εργατικά συμβούλια προσφέροντας πλούσια πακέτα εθελουσίας απόλυσης. Συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού και της προετοιμασίας, οι διαπραγματεύσεις με τους εργαζομένους «μπορούν εύκολα να διαρκέσουν έναν χρόνο», αναφέρουν ειδικοί της αγοράς και οι εργοδότες συνήθως προσφέρουν μισθό από μισό έως ολόκληρο μήνα ανά έτος θητείας ως απόλυση.
Σχέσεις Γερμανίας - Ελλάδας
Η Γερμανία κατατάσσεται στη δεύτερη θέση των παγκόσμιων επενδυτών στην Ελλάδα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ οι γερμανικές άμεσες επενδύσεις (FDI) στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 7,7 δισ. ευρώ το 2022 τοποθετώντας μας (μετά το Λουξεμβούργο) στη δεύτερη θέση των παγκόσμιων επενδυτών στην Ελλάδα. Ιδιαίτερη δυναμική έχουν οι καθαρές επενδύσεις σε ακίνητα στην Ελλάδα από Γερμανία, με περίπου 160 εκατ. καθαρή επένδυση το 2022 και συνολικά πάνω από 500 εκατ. ευρώ από το 2016.
Σύμφωνα με τη ΔΕΘ- Helexpo στο περίπτερο της Γερμανίας θα στεγαστούν 120 επιχειρήσεις και φορείς από όλο το φάσμα της οικονομίας, του πολιτισμού και της εκπαίδευσης. «Με καθολική κάλυψη και των 6.000 τ.μ. του περιπτέρου 13 του Διεθνούς Εκθεσιακού Κέντρου Θεσσαλονίκης, η Γερμανία υπό το brand "made in Germany" και με σύνθημα hallo Ελλάδα θα παρουσιάσει ένα περίπτερο προδιαγραφών Παγκόσμιας Έκθεσης (EXPO), το οποίο θα αποτυπώνει μία επίκαιρη και αντιπροσωπευτική εικόνα της σύγχρονης Γερμανίας».
Σημαντική είναι η παρουσία των γερμανικών επιχειρήσεων στη χώρα μας. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Γραφείου Οικονομικών Υποθέσεων της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Βερολίνο, το 2022 δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα 154 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων, οι οποίες απασχολούσαν 28.000 εργαζομένους και είχαν ετήσιο κύκλο εργασιών 9,43 δισ. ευρώ.