Σε αντίθετες τροχιές κινούνται το τελευταίο διάστημα ο «πυρήνας» του ευρώ και ο Ευρωπαϊκός Νότος, σε μία αντιστροφή ρόλων, που δίδει στους πάλαι ποτέ «ουραγούς» της Ευρώπης τα σκήπτρα της ανάπτυξης.
Ο γαλλογερμανικός άξονας λίαν αποδυναμωμένος προσπαθεί να κλείσει τις πληγές του, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται κάποιο φως στον ορίζοντα, υπό το βάρος των δημοσιονομικών προβλημάτων και πολιτικών τριγμών.
Από την άλλη, οι τέσσερις ευρωπαϊκές οικονομίες του Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα) κινούνται με πολύ υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης χάρη σε δύο βασικούς πυλώνες: τον τουρισμό και τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Σε δίνη Γερμανία και Γαλλία
Η Γερμανία αναμένεται να παρουσιάσει φέτος συρρίκνωση 0,2% μετά την ύφεση 0,3% του 2023, αποτελώντας το μεγάλο «ασθενή» της Ευρώπης, με «αγκάθι» την κάμψη της μεταποιητικής δραστηριότητας, το υψηλό ενεργειακό κόστος, το μεταναστευτικό και την επέλαση της ακροδεξιάς. Η τριμερής κυβέρνηση συνασπισμού βρίσκεται στα πρόθυρα διάλυσης, με πολλούς αναλυτές να διερωτώνται εάν είναι εφικτή η επιβίωσή της ακόμη και έως το Δεκέμβριο.
Η γερμανική οικονομία, ο βιομηχανικός κινητήρας της Ευρώπης, απέτυχε να συνδυάσει δύο συνεχόμενα τρίμηνα ανάπτυξης από τότε που ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ και ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανέλαβαν τα καθήκοντά τους το 2021.
Επίσης, η κορυφαία αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης έχει ταρακουνηθεί από την ελεύθερη πτώση των πωλήσεων στην Κίνα αλλά και από την κατάρρευση σχεδίου ύψους 30 δισ. ευρώ για την κατασκευή εργοστασίου ημιαγωγών από την Intel.
Την ίδια στιγμή, η Γαλλία «λυγίζει» από τα αλλεπάλληλα προβλήματά της, δεχόμενη ακόμη ένα πλήγμα από τον οίκο Fitch, που υποβάθμισε την προοπτική της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας σε αρνητική, που σημαίνει ότι επίκειται νέα υποβάθμιση του γαλλικού αξιόχρεου. Οι προκλήσεις για τη νέα κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ είναι τεράστιες, το εθνικό χρέος, το ανεξέλεγκτα αυξανόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα, η εκρηκτική διεθνής γεωπολιτική κατάσταση, οι απρόβλεπτες αντιδράσεις των αγορών και μία κατακερματισμένη Εθνοσυνέλευση χωρίς κανένα κόμμα να έχει πλειοψηφία. «Είναι σαν να σκαρφαλώνεις στα Ιμαλάια χωρίς γάντια», είχε πει ο πρώην πρωθυπουργός Μπερνάρ Καζνέβ.
Ο Μπαρνιέ θέλει το Κοινοβούλιο να εγκρίνει τον προϋπολογισμό του για μείωση του κόστους μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου, σε ρήξη με εκείνους των τεσσάρων προκατόχων του. Σκοπεύει να περικόψει τις θέσεις των δημοσίων υπαλλήλων, να αυξήσει τους φόρους για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με τα υψηλότερα εισοδήματα, να επιβάλει εισφορές από συνταξιούχους και να μειώσει τις επιδοτήσεις στις τοπικές αρχές, με στόχο τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος από 6,1% σε 5% ΑΕΠ.
Ενώ η Αριστερά κατήγγειλε τον προϋπολογισμό «λιτότητας», όπως τον χαρακτήρισε και η ακροδεξιά ως μια οικονομική προσπάθεια που κατανεμήθηκε «πολύ κακώς» μεταξύ πλουσίων και φτωχών, επικρίθηκε επίσης από τον προεδρικό συνασπισμό, και ειδικότερα από το κόμμα του Μακρόν. «Υποστηρίζουμε προφανώς την προσπάθεια εξομάλυνσης των δημοσιονομικών», δήλωσε ο βουλευτής της Αναγέννησης Τόμας Καζενάβ, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Δημοσιονομικών στην προηγούμενη κυβέρνηση. «Αλλά δεν συμφωνούμε σε ορισμένα θέματα, ιδιαίτερα στην αύξηση των κοινωνικών εισφορών για τις εταιρείες», ανεβάζοντας το κόστος εργασίας, μια ρήξη με τη γραμμή που κρατούν οι υποστηρικτές του Μακρόν.
Ο οίκος Fitch προβλέπει περαιτέρω αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους και δεν αναμένει επιστροφή στο όριο του 3% για το δημοσιονομικό έλλειμμα έως το το 2029, μετά τη ραγδαία επιδείνωση της γαλλικής οικονομίας φέτος, αφού τα εξασθενημένα φορολογικά έσοδα δημιούργησαν μία μεγάλη «τρύπα» στον προϋπολογισμό. Οι επόμενες εβδομάδες είναι ιδιαίτερα κρίσιμες καθώς έχουμε τις ετυμηγορίες των οίκων Scope, Moody’s και S&P.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ουσιαστικά ο Μακρόν είναι «μισός» αφού έδωσε στην Μαρίν Λεπέν της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης ένα de facto βέτο στη νέα κυβέρνηση που αγωνίζεται να καθησυχάσει τους επενδυτές και τις αγορές.
Ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός ότι εν όψει των εκλογών στη Γερμανία το Σεπτέμβριο του 2026, δεν αναμένεται να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις για κρίσιμα θέματα, που σημαίνει ότι θα μεσολαβήσει μία οικονομική και πολιτική παράλυση, η οποία δεν πρόκειται να βελτιώσει την κατάσταση στις δύο κορυφαίες οικονομίες του πυρήνα. Και αμέσως μετά θα μπει σε προεκλογική εκστρατεία η Γαλλία εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2027 με το μεγάλο φόβο να παραμένει μία εκλογή Μαρί Λεπέν.
Πού οφείλεται η ανάπτυξη του Νότου;
Από την άλλη πλευρά, οι οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου «τρέχουν» με δυναμικό ρυθμό, αποτελώντας την «ατμομηχανή» της Ευρωζώνης με βασικό «asset» τον τουρισμό και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία σημείωσαν ρεκόρ τουριστικής κίνησης πέρυσι, ενώ και φέτος οδεύουν προς νέο ρεκόρ.
Εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησης από τον τουρισμό, οι οικονομίες αυτές παρουσίασαν σημαντική ύφεση κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν είχε «παγώσει» κάθε μετακίνηση. Γι’ αυτό και η τωρινή ισχυρή ανάπτυξη είναι μία αντίδραση των χρόνων του κορονοϊού. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στον κλάδο των ακινήτων, ο οποίος δέχθηκε σοβαρό πλήγμα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010 και της κρίσης του ευρώ. Οι τιμές των ακινήτων έχουν πάρει επίσης την ανιούσα, με τον κατασκευαστικό κλάδο να έχει ανακάμψει εντυπωσιακά, παρά το αυξημένο κόστος πρώτων υλών.
Στην ανάπτυξη των κρατών του Νότου συμβάλλει και το ταμείο ανάκαμψης NextGenerationEU, το οποίο δημιούργησε η ΕΕ μετά την πανδημία. Μάλιστα, τα κράτη της Νότιας Ευρώπης ωφελούνται από τα κονδύλια και τα χαμηλότοκα δάνεια πολύ περισσότερο από τα κράτη του Βορρά – γεγονός που ισχύει ιδίως για την Ελλάδα, η οποία παίρνει τα περισσότερα χρήματα από το ταμείο από κάθε άλλη χώρα σε αναλογία με την οικονομική της παραγωγή».
Σύμφωνα με ανάλυση της Capital Economics που έγινε για λογαριασμό των Financial Times, το ΑΕΠ στην Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα ενισχύθηκε αθροιστικά πάνω από 200 δισ. ευρώ, σε όρους προσαρμοσμένων τιμών, κατά τη διάρκεια της τελευταίας εξαετίας. Συγκριτικά, στη Γερμανία, το ΑΕΠ επεκτάθηκε κατά 85 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο.
Θα κρατήσει για πολύ το οικονομικό θαύμα;
«Πόσο βιώσιμο είναι όμως το οικονομικό θαύμα του Νότου;», διερωτάται η DW. «Παρά το γεγονός ότι η κρίση χρέους ανάγκασε την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία να προβούν σε πολλές μεταρρυθμίσεις, οι τρεις χώρες εξακολουθούν να έχουν διαρθρωτικές αδυναμίες».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, «προειδοποίησε πως βλέπει στην Ελλάδα μία κόπωση σχετικά με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, σημειώνοντας δε πως υπάρχουν πολλά να γίνουν ακόμα, πρωτίστως στον κλάδο της δικαιοσύνης και της δημόσιας διοίκησης».
Επιπλέον, με βάση το μεσοπρόθεσμο ελληνικό πρόγραμμα, η ανάπτυξη τελειώνει το 2026 και το 2027-28 προβλέπεται απότομη προσγείωση.
Πολλά θα εξαρτηθούν από τις συζητήσεις για εύρεση νέων πόρων, κάτι που θα μπορούσε να επιταχυνθεί εάν τα αποτελέσματα στις ΗΠΑ επαναφέρουν τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο και τις προστατευτικές του πολιτικές που θα βάλουν στο στόχαστρο και την Ευρώπη. Και τότε το ερώτημα «πού θα βρεθούν περισσότερα χρήματα» μπορεί να αποκτήσει επιτακτική διάσταση και να χρήζει απάντησης από φειδωλούς (frugals) και μη εν μέσω διαχείρισης κρίσης. Συνηθισμένο σκηνικό για να λαμβάνει δύσκολες αποφάσεις η ΕΕ.
Οι νέοι πόροι μπορούν να προέλθουν από τρεις πηγές: Από τα κράτη- μέλη που συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό, από ίδιους πόρους και μέσω κοινού δανεισμού. Η πρώτη περίπτωση είναι και η δυσκολότερη. Η δεύτερη συζητείται αλλά παραμένει δύσκολη. Ο (στοχευμένος) κοινός δανεισμός υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να μπει ταχύτερα στο τραπέζι.
Τα βλέμματα στη σύνοδο κορυφής
Οι ηγέτες της ΕΕ θα συγκεντρωθούν στις Βρυξέλλες την Πέμπτη για να ξεκινήσουν συζητήσεις για το πώς θα αντιμετωπίσουν τις μεγάλες προκλήσεις. Αλλά είναι διχασμένοι για το τι πρέπει να κάνουν.
Ορισμένα μέλη του Βορρά θέλουν να επικεντρωθούν στο να κάνουν την εσωτερική αγορά πιο αποτελεσματική, η Γαλλία και η Ιταλία υπογραμμίζουν την έλλειψη επενδύσεων και τα ανατολικά κράτη επικεντρώνονται στην άμυνα. Αλλά πρωτίστως, υπάρχει η διαίρεση σχετικά με την ιδέα περισσότερου κοινού δανεισμού από τις χώρες της ΕΕ.
Όταν ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι παρουσίασε την έκθεσή του για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της ΕΕ, συνέστησε την τακτική κοινή έκδοση χρέους ως τον ακρογωνιαίο λίθο ενός σχεδίου για την ενίσχυση των επενδύσεων κατά 800 δις. ευρώ ετησίως. Με τον κοινό δανεισμό, τα κράτη μέλη θα δημιουργήσουν με την πάροδο του χρόνου μια κρίσιμη μάζα ασφαλών περιουσιακών στοιχείων ως το θεμέλιο μιας βαθύτερης και πιο ολοκληρωμένης κεφαλαιαγοράς που θα βοηθούσε στο ξεκλείδωμα περισσότερων ιδιωτικών επενδύσεων. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε ωστόσο από τους Λίντνερ και Σολτς.
«Οι αντιδράσεις στην έκθεση Ντράγκι ήταν πολύ συγκρατημένες», δήλωσε στο Bloomberg η Κορνέλια Γουόλ, πρόεδρος της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης Hertie στο Βερολίνο. «Η σημασία της έκθεσης θα πρέπει να κριθεί πάνω από όλα από τον τρόπο που διαμορφώνει τις μελλοντικές συζητήσεις».
Ο Πασκάλ Ντόναχιου, ο επικεφαλής του Eurogroup, σημειώνει ότι οι συζητήσεις για τις οικονομικές πολιτικές της ΕΕ δεν ήταν μέχρι στιγμής ανάλογες με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Θα δείτε όμως τον τόνο να αλλάζει, συμπλήρωσε, προσβλέποντας στις συνομιλίες της προσεχούς Πέμπτης ως την αρχή μιας ανανεωμένης ώθησης που θα προετοιμάσει το έδαφος για μια συζήτηση με τον Ντράγκι σε μια άλλη σύνοδο κορυφής στη Βουδαπέστη στις αρχές Νοεμβρίου.
Αξιωματούχος που συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Eurogroup αναφέρει επίσης στο Bloomberg ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εμφανίζονται εδώ και χρόνια χωρίς να καταλαβαίνουν πόσο έχουν μείνει πίσω από άλλες μεγάλες οικονομίες και τώρα μόνο μπορούν να δουν ότι έχουν πρόβλημα.
Κατά τη διάρκεια συζητήσεων κεκλεισμένων των θυρών, ο πρώην Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λεμέρ είχε πει στους συναδέλφους του ότι θα έπρεπε να θέσουν δημόσιο στόχο για διπλασιασμό του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, κάτι που θα ευθυγραμμίσει την ΕΕ με τις ΗΠΑ. Αυτή η πρόταση δεν έχει ακόμη υιοθετηθεί. Και ο ίδιος ο Λεμέρ παραγκωνίστηκε μετά την ήττα του κόμματος του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία τον Ιούνιο.
Όταν οι ηγέτες της ΕΕ συγκεντρώθηκαν για την τακτική σύνοδο κορυφής τον Απρίλιο, οι αξιωματούχοι που προετοιμάζουν αυτές τις συνομιλίες είχαν συντάξει ένα ανακοινωθέν που ζητούσε «αλλαγή παραδείγματος» προκειμένου να αντιστραφεί η διαδικασία της κατάρρευσης. Αλλά αυτή η λεκτική δεν επιβίωσε των συζητήσεων της συνόδου κορυφής, με τους ηγέτες να συμφωνούν μόνο σε μια «αλλαγή πολιτικής».
Κορυφαίοι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες δήλωσαν ότι μεγάλο μέρος του προβλήματος είναι η αδυναμία πολλών εθνικών ηγετών. Ο Σολτς στη Γερμανία και ο Ισπανός Πέδρο Σάντσεθ περιορίζονται από εύθραυστους συνασπισμούς, όπως και ο Ντόναλντ Τουσκ στην Πολωνία και ο Ντικ Σχοφ στην Ολλανδία, με την άνοδο της ακροδεξιάς σε όλες αυτές τις χώρες να δυσκολεύει τους ηγέτες να ζητήσουν από τους ψηφοφόρους να κάνουν θυσίες που θα αποφέρουν οφέλη μακροπρόθεσμα.