Σε άλλες εποχές η μεταμνημονιακή αξιολόγηση (post programme surveillance) θα αποτελούσε βασικό θέμα στην επικαιρότητα. Η πραγματικότητα είναι πλέον διαφορετική. Η Ελλάδα και σε επίπεδο Επιτροπής και σε επίπεδο Συμβουλίου είναι εκτός ατζέντας. Η επίσκεψη των αξιωματούχων στην Αθήνα έχει κυρίως τεχνικό χαρακτήρα και δε διαφέρει από τις αποστολές σε όλες τις χώρες της Ένωσης.
Και κυρίως, οι δημοσιονομικές της επιδόσεις όπως καταγράφονται τόσο στις Εκθέσεις της Επιτροπής όσο και στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και το draft budgetary plan για το 2025 δεν κρύβουν σοβαρούς δημοσιονομικούς κινδύνους. Η συζήτηση, λοιπόν, στις Βρυξέλλες επικεντρώνεται στον «ελέφαντα στο δωμάτιο» που είναι η Γαλλία και ακολούθως στην Ιταλία.
Προφανώς -μετά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης- τα Country Specific Recommendations της Ελλάδας θα περιλαμβάνουν το σύνολο των κινδύνων που αφορούν χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος. Επίσης, οι συστάσεις της Επιτροπής, αποκτούν επιπλέον ενδιαφέρον καθώς συνδέονται αφενός με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που καλείται κάθε κράτος – μέλος να ακολουθήσει και αφετέρου με το μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα που πιθανότατα θα έχει ο επόμενος κοινοτικός προϋπολογισμός.
Τρεις αμεσότερες παρατηρήσεις
Τρεις παρατηρήσεις -μεταξύ άλλων- είναι αυτές που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και στις οποίες καλείται φέτος αλλά και την επόμενη χρονιά να εστιάσει η χώρα.
Η πρώτη αφορά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αξιολογείται ως ανησυχητική παράμετρος με δεδομένη μάλιστα την αυξημένη ροή εσόδων από τον τουρισμό. Η μείωση του ελλείμματος σε επίπεδο κάτω του 5% έχει τεθεί ως μεσοπρόθεσμος στόχος.
Η δεύτερη αφορά στη διαδικασία περί πώλησης και μίσθωσης ακινήτων, με την ταχύτερη λειτουργία του Οργανισμού να αποτελεί ζήτημα συζήτησης (SLBO) με τους θεσμούς.
Το τρίτο και σημαντικότερο ζήτημα -το οποίο θα απασχολήσει εντονότερα κυβέρνηση και θεσμούς την επόμενη χρονιά- είναι η μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Αυτό αφορά πρωτίστως στη νοσοκομειακή δαπάνη και αντιστοίχως την εκκαθάριση του clawback. Ωστόσο, οι δαπάνες συνδέονται με το κανονιστικό πλαίσιο των δημόσιων προμηθειών, με την κυβέρνηση και την Επιτροπή να αναμένουν ουσιαστικά αποτελέσματα εντός του 2025. Στο ίδιο πλαίσιο, εντάσσονται και οι προγραμματισμένοι έλεγχοι μέσω ψηφιακών εργαλείων που υπάρχουν στη διάθεση των Αρχών.