Ιδιαίτερα κρίσιμα θα είναι τα επόμενα τρία χρόνια για την προσπάθεια της χώρας μας να καλύψει το επενδυτικό και παραγωγικό κενό που τη χωρίζει με την υπόλοιπη Ευρώπη και στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να προχωρήσουν άμεσα απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στους κρίσιμους τομείς της δημόσιας υγείας, τη δικαιοσύνης, της υγείας και της εκπαίδευσης, αναφέρει η ετήσια έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας που παρουσιάστηκε επίσημα σήμερα από το ΚΕΠΕ.
Προτεραιότητα αποτελεί η αποτελεσματική απορρόφηση και διάθεση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2021-2027 που θα παίξουν κρίσιμο ρόλο στο να επιτευχθούν οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης και η αύξηση των επενδύσεων τα επόμενα χρόνια.
«Από το 2027 και έπειτα τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα: Η κλιματική κρίση θα ενταθεί, η ψηφιακή μετάβαση θα γίνει πιο δύσκολη, η διαχείριση του χρέους θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες θα περιορίσουν την ευελιξία της οικονομικής πολιτικής και το δημογραφικό πρόβλημα θα είναι πιο έντονο. Η κυβέρνηση πρέπει λοιπόν να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία και να εφαρμόσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις», αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Πρόεδρος και Επιστημονικός Διευθυντής Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας.
Οι προτάσεις του Συμβουλίου Παραγωγικότητας
Στο πλαίσιο αυτό το Συμβούλιο Παραγωγικότητας προτείνει μια σειρά από πολιτικές και μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Προτάσεις που όπως αναφέρει δεν θα πρέπει να εξεταστούν και εφαρμοστούν ξεχωριστά, αλλά με έναν ολιστικό τρόπο. Ειδικά οι μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη και την παιδεία αποτελούν είναι απαραίτητες για τη διατήρηση και ενίσχυση των επενδύσεων τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό της χώρας.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και ειδικά το εμπορικό ισοζύγιο το οποίο αυξάνεται παρά την αύξηση των εξαγωγών, καθώς η υψηλή εξάρτηση σε αγαθά από το εξωτερικό τόσο για κατανάλωση όσο και για την υλοποίηση επενδύσεων αυξάνει ακόμη περισσότερο τις εισαγωγές. Αυτό σημαίνει πως η οποία αύξηση των επενδύσεων και της κατανάλωσης ωφελεί δυσανάλογα τους ξένους παραγωγούς προϊόντων εις βάρος της τόνωσης της ελληνικής παραγωγικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με την έκθεση, η παροχή κινήτρων για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, στην τεχνική εκπαίδευση και την καινοτομία, η βελτίωση των υποδομών και η ενίσχυση φιλοεπενδυτικού κλίματος για την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων αποτελούν βασικά βήματα για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.
Σε επίπεδο μητροπολιτικών περιφερειών, οι αστικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης παρουσίασαν τη μεγαλύτερη μείωση στην παραγωγικότητα εργασίας (κατά -23% και -21%, αντίστοιχα), σε σύγκριση με όλες τις άλλες λειτουργικές αστικές περιοχές της ΕΕ (εκτός του Groningen) κατά την περίοδο 2010-2020. «Αυτό το αποτέλεσμα υπογραμμίζει την ανάγκη εφαρμογής τοπικά στοχευμένων πολιτικών για την αξιοποίηση των οικονομιών συσσώρευσης, και την αντιμετώπιση της έλλειψης δυναμισμού, των προκλήσεων της διπλής μετάβασης και του διευρυμένου χάσματος παραγωγικότητας μεταξύ των περιφερειών της ΕΕ», σημειώνει το Συμβούλιο Παραγωγικότητας.
Για την περαιτέρω διευκόλυνση του διεθνούς εμπορίου η έκθεση σημειώνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει έμφαση στις ψηφιοποιημένες υπηρεσίες διασυνοριακού εμπορίου, βελτιώνοντας τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και την αναγνώριση δεδομένων και νομικών εγγράφων που σχετίζονται με το εμπόριο πέρα από τα σύνορα.
Ειδικά όσον αφορά στο ελληνικό δικαστικό σύστημα, αυτό αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω μακροχρόνιων διαδικασιών, καθώς ο εκτιμώμενος χρόνος που απαιτείται για την επίλυση αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών είναι από τους μεγαλύτερους στην ΕΕ. Η ψηφιακή επιτάχυνση, οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης, η ηλεκτρονική κατανομή υποθέσεων και τα ηλεκτρονικά εργαλεία επικοινωνίας αποτελούν ορισμένες από τις λύσεις και τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να έχουν σημαντική επίδραση στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του ελληνικού δικαστικού συστήματος.
Όσον αφορά στο εκπαιδευτικό σύστημα, η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σχετικά με τις δεξιότητες και την επάρκεια στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και την επίλυση προβλημάτων σε τεχνολογικά πλούσια περιβάλλοντα για ενήλικες, ενώ αυτές οι δεξιότητες δεν ανταμείβονται με υψηλούς μισθούς όπως σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Η ήδη χαμηλή απόδοση των μαθητών στην Ελλάδα επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν οι Έλληνες μαθητές ουσιαστικά έχασαν ένα ολόκληρο σχολικό έτος στα μαθηματικά και την ανάγνωση, καθώς και μισό σχολικό έτος στις επιστήμες.
Αποτελεσματικά περιβάλλοντα εξ αποστάσεως μάθησης, η ενίσχυση της συνεργασίας σχολείου-οικογένειας, η δημιουργία ευκαιριών στο αναλυτικό πρόγραμμα για τη συμμετοχή των μαθητών σε δημιουργική σκέψη και οι διεπιστημονικές εργασίες, καθώς και η ευθυγράμμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και του υψηλά καταρτισμένου εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της βιομηχανίας, θα ενισχύσουν την ικανότητα της Ελλάδας να καινοτομεί και να ανταγωνίζεται διεθνώς.