Οι κρίσιμες πρώτες ύλες αποτελούν ένα ξεχασμένο διακύβευμα το οποίο επανήλθε στο προσκήνιο εφόσον η παγκόσμια οικονομία φέρει πλέον το αποτύπωμά τους σε κάθε δραστηριότητα που συνδέεται με την τεχνολογία και την πράσινη μετάβαση.
Οι διαρκείς εξελίξεις στην ενέργεια και την τεχνολογία, παρότι απαραίτητες για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής οικονομικής ανταγωνιστικότητας και προσαρμοστικότητας, απαιτούν επαρκή παραγωγή κρίσιμων πρώτων υλών σε ευρωπαϊκό έδαφος, οι οποίες απαιτούνται για καθαρή ενέργεια, ανάπτυξη ψηφιακών τεχνολογιών, καθώς και για εφαρμογές στους τομείς της άμυνας και του διαστήματος.
Για παράδειγμα, ο χαλκός, που θεωρείται στρατηγικό μέταλλο, χρησιμοποιείται σε πληθώρα εφαρμογών όπως ηλεκτρικές καλωδιώσεις, μπαταρίες και ηλεκτροκινητήρες. Μαζί με το αλουμίνιο, ο χαλκός αναμένεται να συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη των στόχων ενεργειακής ασφάλειας και στη διευκόλυνση της υιοθέτησης πιο βιώσιμων τεχνολογιών.
Στο σημερινό περιβάλλον αναδύονται σημαντικές προκλήσεις ως προς την προμήθεια, την επεξεργασία και την ανακύκλωση των κρίσιμων πρώτων υλών στην Ευρώπη. Η ΕΕ, ως καθαρός εισαγωγέας των περισσότερων κρίσιμων μετάλλων, παρουσιάζει σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντική εξάρτηση από μεμονωμένες προμηθεύτριες χώρες. Προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, η ΕΕ έχει θεσμοθετήσει την Ευρωπαϊκή Πράξη για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (Critical Raw Materials Act - CRMA), με ένα κανονιστικό πλαίσιο που έχει ως στόχο να διασφαλίσει τον σταθερό, ασφαλή και βιώσιμο εφοδιασμό της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
Ο ρόλος της Ελλάδας στη στρατηγική της ΕΕ για τις κρίσιμες πρώτες ύλες έχει την προοπτική να αποδειχθεί κομβικός, δεδομένου του ευνοϊκού γεωλογικού της περιβάλλοντος και του ορυκτού της πλούτου, παρέχοντας συγκριτικό πλεονέκτημα στην ελληνική οικονομία, ενώ δημιουργεί ευκαιρίες για την επιδιωκόμενη αυτονομία της Ευρώπης.
Ο κ. Svet Danchev, Υπεύθυνος Τμήματος Μικροοικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής του ΙΟΒΕ, κατά την παρουσίαση μελέτης για το κοινωνικο-οικονομικό αποτύπωμα της επένδυσης της Ελληνικός Χρυσός στα Μεταλλεία Κασσάνδρας στη Χαλκιδική έδωσε μια εκτίμηση για την πορεία του κλάδου συνολικά επισημαίνοντας ότι ο μεταλλευτικός κλάδος στην Ελλάδα παρουσιάζει δύο τάσεις, μία καθοδική και μία ανοδική.
Από τη μία, η παραγωγή λιγνίτη έχει μειωθεί κάτω από 15 εκατ. τόνους μετά το 2020 έναντι 62 εκατ. τόνων το 2012 ενώ οι εξορύξεις εκτός λιγνίτη έχουν υπερδιπλασιαστεί το 2023 σε σχέση με το 2012. Ο εξορυκτικός κλάδος, όπως ανέφερε, είναι σημαντικός τόσο για την οικονομία της Ευρώπης όσο και της Ελλάδος καθώς παρέχει πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες.
Στην Ελλάδα υπάρχει ήδη ενεργή εξόρυξη για έξι κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες (βωξίτης, νικέλιο, κοβάλτιο, μαγνησίτης, σιλικόνη και χαλκός) και διενεργείται γεωλογική έρευνα για άλλες εννέα (αρσενικό, γάλλιο, ελαφριές σπάνιες γαίες, βαριές σπάνιες γαίες, σκάνδιο, μέταλλα της ομάδας πλατίνας, βολφράμιο, γερμάνιο, γραφίτης), αναδεικνύοντας τη χώρα ως έναν δυνητικά σημαντικό προμηθευτή πρώτων υλών στην ΕΕ, που δύναται να συμβάλλει στην ευρύτερη υιοθέτηση βιώσιμων τεχνολογιών.
Όσον αφορά στο χαλκό, η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά δεικνυόμενα αποθέματα της τάξεως των 2,6 εκατ. τόνων, κάτι που θα συνεισφέρει στην αυτονομία της χώρας. Μάλιστα, με τη λειτουργία του ορυχείου στις Σκουριές η μέση ετήσια παραγωγή θα φθάσει τις 140.000 ουγγιές χρυσού και τις 67 εκατ. λίβρες χαλκού.
Η συνεισφορά του μεταλλευτικού κλάδου στην ελληνική οικονομία
Ο μεταλλευτικός κλάδος αποτελεί σημαντικό πυλώνα της εθνικής οικονομίας. Με εξαίρεση τον λιγνίτη, ο οποίος υποχωρεί λόγω της απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, η παραγωγή των υπόλοιπων προϊόντων εξόρυξης έχει έντονα αυξητική τάση την τελευταία δεκαετία, προσεγγίζοντας τους 41,9 εκατ. τόνους το 2023, από 18,4 εκατ. τόνους το 2013.
Η συνεισφορά της μεταλλευτικής και λατομικής βιομηχανίας ξεπερνά τα 2,9 δισ. ευρώ σε όρους ΑΕΠ (1,4% του συνόλου της χώρας για το 2022). Στην απασχόληση, προσφέρει άμεσα περίπου 15,8 χιλ. θέσεις πλήρους απασχόλησης, με τη συνολική συνεισφορά, λαμβανομένων υπόψη των έμμεσων και των προκαλούμενων επιδράσεων, να προσεγγίζει τις 53,2 χιλ. θέσεις απασχόλησης. Συγκεκριμένα, ο κλάδος διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη διατήρηση του ανθρώπινου δυναμικού στη περιοχή και στην προσέλκυση νέων ταλέντων σε περιοχές με μεταλλευτικό ενδιαφέρον.
Οι παγκόσμιες προκλήσεις στο μεταλλευτικό κλάδο και η θέση της Ελλάδας
Ο κ. Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών αναφερόμενος στις προκλήσεις του κλάδου παγκοσμίως, σημείωσε ότι «τελειώνει η εποχή της αθωότητας» όπου από το 1980 τα πράγματα στην οικονομία πήγαιναν θετικά. Πλέον αυτό έχει σταματήσει και να γίνει στροφή στις εξαγωγές (όχι μόνο σε όγκο αλλά και προϊόντα με υψηλή αξία), να υπάρχει μια ελάχιστη αίσθηση ασφάλειας στρατηγικής αυτονομίας. Ο κλάδος χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία, την περιφερειακή διάσταση και την περιβαλλοντική και αυτές οι δύο συνισταμένες πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν από την επιχειρηματική κοινότητα.
Όσον αφορά στο επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα σημείωσε ότι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξή τους είναι οι τεχνολογίες και η διασύνδεση με τις διεθνείς αγορές. Σε αυτά τα δύο στοιχεία η Ελλάδα υστερεί για πολλούς λόγους, γεωγραφικούς και άλλους. Από την άλλη η χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα αλλά και ευρύτερα βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης ενώ όπως υπογράμμισε ο κ. Βέττας, είναι κρίσιμο να έχουμε εξαγωγές, το οποίο όμως θα συμβεί εάν παράξουμε με συστηματικό τρόπο.