Στην 2η θέση από το τέλος παρέμεινε και το 2024 η Ελλάδα σε όρους πραγματικής εισοδηματικής σύγκλισης όπως αυτή προσμετράται από την Eurostat με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ που έχει προσαρμοστεί σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPPs), δηλαδή έχει επανυπολογιστεί για να ενσωματώνει το κόστος ζωής σε κάθε κράτος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Πέμπτης.
Η προσαρμογή αυτή γίνεται για να είναι συγκρίσιμο σε επίπεδο ΕΕ το εισόδημα που παράγεται κάθε χρόνο με βάση την πορεία των τιμών και άρα να υπάρχει «εικόνα» για την πραγματική αγοραστική δύναμη και την «σύγκλιση». Τα στοιχεία δείχνουν πως στην Ελλάδα η βελτίωση είναι οριακή, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ, έναντι 69% το 2023, 67% το 2022 και 66% το 2018. Ουσιαστικά, επέστρεψε στα επίπεδα του 2014 και το 2008 ήταν στο 93%. Χειρότερη επίδοση έχει μόνο η Βουλγαρία με 66%.

Όπως αναφέρεται, το 2024, 10 χώρες, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 34% του πληθυσμού της ΕΕ, ξεπέρασαν τον μέσο όρο της ΕΕ σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ που έχει προσαρμοστεί σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Την κορυφή κατέκτησε το Λουξεμβούργο, ακολουθούμενο από την Ιρλανδία, με 141% και 111% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (100%).
Η «πρωτιά» του Λουξεμβούργου εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ξένων κατοίκων απασχολείται στη χώρα και συνεπώς συμβάλλει στην άνοδο του ΑΕΠ του, οι οποίοι δεν αποτελούν μέρος του μόνιμου πληθυσμού που κατοικεί εκεί. Μάλιστα, οι καταναλωτικές τους δαπάνες καταγράφονται στους εθνικούς λογαριασμούς της χώρας διαμονής τους.
Η Ιρλανδία κατέλαβε το «ασημένιο» μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, με 111% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ακολουθούμενη από την Ολλανδία και τη Δανία, η καθεμία με κατά κεφαλήν ΑΕΠ που έχει προσαρμοστεί σε μονάδες αγοραστικής δύναμης να κινείται πάνω από 20% πάνω από τον μέσο όρο. Η ισχυρή επίδοση της Ιρλανδίας οφείλεται και στην παρουσία μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα και «φουσκώνουν» το ΑΕΠ της, όμως τα κέρδη επιστρέφουν στους ιδιοκτήτες στο εξωτερικό.
Το Βέλγιο, η Αυστρία, η Γερμανία, η Σουηδία, η Μάλτα και η Φινλανδία ήταν τα άλλα κράτη μέλη πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Γαλλία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Ισπανία, η Τσεχία και η Σλοβενία ήταν λιγότερο από 10% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ακολουθούμενες από τη Λιθουανία και την Πορτογαλία με 10% έως 20% χαμηλότερα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Εσθονίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Κροατίας, της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Λετονίας ήταν 30% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.