Η ισχυρή ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων αποτελεί μια από τις πλέον ανησυχητικές μακροοικονομικές εξελίξεις των τελευταίων μηνών, με σημαντικές επιπτώσεις για το κόστος χρήματος και τα επίπεδα των επιτοκίων στην πλειοψηφία των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών.
Αν και η δεκαετία που ακολούθησε την Μεγάλη Χρηματοοικονομική Κρίση του 2008-2009 αποτέλεσε περίοδο ήπιων πληθωριστικών πιέσεων, η ισχυρή ανάκαμψη της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας από τα τέλη του 2020 και εντεύθεν έχει εγείρει φόβους για μετάβαση σε ένα νέο μακροοικονομικό περιβάλλον με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τον υψηλό πληθωρισμό. Σε κάποιο βαθμό, ο υψηλός πληθωρισμός αποτελεί επωφελή εξέλιξη για τις οικονομικές μονάδες (κράτη, επιχειρήσεις ή νοικοκυριά) που έχουν εκ των προτέρων συνάψει συμφωνίες δανεισμού με σταθερό επιτόκιο. Για οικονομία χρόνου (και χώρου), αποφεύγεται εδώ μια αναλυτική αιτιολόγηση της ανωτέρω παραδοχής. Παρόλα αυτά, υπενθυμίζεται ότι στην περίπτωση του λόγου δημοσίου χρέους προς ονομαστικό ΑΕΠ, το εκ λόγω μέγεθος φθίνει όσο αυξάνεται ο παρονομαστής του κλάσματος, και αυτό μπορεί να συμβεί όταν ενισχύεται το γενικό επίπεδο τιμών.
Σε κάθε περίπτωση, η σημαντικές και μακροχρόνιες αποκλίσεις του τρέχοντος (και του προβλεπόμενου) πληθωρισμού από τα επίπεδα που κρίνονται συμβατά με ένα περιβάλλον σταθερότητας τιμών είναι εν γένει προβληματικές, εγείροντας την αναγκαιότητα κατάλληλης προσαρμογής του μίγματος νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Είναι γεγονός ότι η μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες οφείλεται κυρίως σε εξωγενείς (και ενδεχομένως, προσωρινούς) παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την πλευρά της προφοράς πχ. υψηλές τιμές ενέργειας και συνεχιζόμενες ελλείψεις στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες. Παρόλα αυτά, όσο περισσότερο διατηρούνται οι ανωτέρω αποκλίσεις τόσο αυξάνεται και ο κίνδυνός δευτερογενών πληθωριστικών επιδράσεων. Μεταξύ άλλων, οι επιδράσεις αυτές εκδηλώνονται μέσω μελλοντικών μισθολογικών αυξήσεων ή/και μετακύλισης του αυξημένου κόστους παραγωγής στις τελικές τιμές καταναλωτή.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η έλλειψη επαρκούς σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής μπορεί να οδηγήσει σε σπιράλ πληθωρισμού ή ακόμη (σε ακραίες περιπτώσεις) σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού. Υπό το πρίσμα των εξελίξεων αυτών, οι νομισματικές αρχές μεγάλων οικονομιών (πχ. Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ) έχουν ήδη προχωρήσει (ή αναμένεται σύντομα να προχωρήσουν) σε έναρξη νέου κύκλου αύξησης των παρεμβατικών τους επιτοκίων σε συνδυασμό με τον τερματισμό των μεγάλων προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης που εφάρμοσαν για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας.
Στην ευρωζώνη, η μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες φαίνεται ότι οδηγεί σε επαναξιολόγηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, καθώς μετά την τελευταία συνεδρίαση του ΔΣ της Τράπεζας (και την συνέντευξη τύπου που ακολούθησε) η προθεσμιακή αγορά επιτοκίων έσπευσε να τιμολογήσει έναρξη νέου κύκλου ανόδου των βασικών επιτοκίων πριν το τέλος του τρέχοντος έτους. Συγκεκριμένα, κατά την συγγραφή του παρόντος (9 Φεβ.2022), η προθεσμιακή αγορά τιμολογούσε σχεδόν δύο αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ (σωρευτική αύξηση κατά 0,45 ποσοστιαίες μονάδες) έως το τέλος του τρέχοντος έτους, με τον κύκλο ανόδου τον επιτοκίων να ολοκληρώνεται το 2023 με επιπλέον σωρευτική αύξηση 0,75 π.μ.
Τι μπορεί να σημαίνουν στην πράξη όλα αυτά για την ευρωπαϊκή οικονομία και την Ελλάδα πιο συγκεκριμένα; Επιγραμματικά, τα σχετικά αποτελέσματα και οι συνέπειες είναι ως ακολούθως:
1) Τέλος εποχής για το ιστορικά χαμηλό (και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αρνητικό) κόστος χρήματος.
2) Σταδιακή αύξηση των επιτοκίων δανεισμού (σταθερών ή μεταβλητών) από τις τράπεζες σε Ελλάδα και Ευρωζώνη.
3) Ενδεχόμενο περαιτέρω ενίσχυσης του ευρώ κυρίως έναντι άλλων νομισμάτων χαμηλού επιτοκίου (πχ. γιεν).
4) Ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης των διαφορικών απόδοσης (yield spreads) των κυβερνητικών ομολόγων των χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης (πχ. Ελλάδα, Ιταλία) σε σχέση με τα ομόλογα της Γερμανίας.
5) Η ανωτέρω εξέλιξη είναι δυσμενής για το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, αν και προς το παρόν δεν υφίσταται ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας για την εξυπηρετησιμότητα του δημοσίου χρέους.
6) Τέλος, συνολικά αρνητική εξέλιξη για τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της ευρωζώνης και της Ελλάδος, αν και η τελευταία θα συνεχίσει να επωφελείται σημαντικά τα επόμενα 4-5 έτη από τη εισροή μεγάλων ευρωπαϊκών κονδυλίων.