Η κλιματική κρίση έχει τοποθετήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και της προσοχής της κοινής γνώμης. Η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί ένα ζήτημα το οποίο, σε πολύ μεγάλο βαθμό, συνδέεται και με τις καταναλωτικές συνήθειες όλων μας – ήδη, η έμφαση στη βιωσιμότητα, έχει δημιουργήσει ένα καινούριο τοπίο στην αγορά, με τις αλλαγές να αναμένονται ολοένα και πιο σαρωτικές για τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς τα επόμενα χρόνια.
Παρά την προφανή πίεση που ασκούν ο πληθωρισμός και η οικονομική αβεβαιότητα στα νοικοκυριά, ο στόχος για βιώσιμη ανάπτυξη φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά την καταναλωτική συμπεριφορά μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, Future Consumer Index Ελλάδα 2023, ένας στους πέντε καταναλωτές στη χώρα μας (Planet First – 21%) δηλώνει ότι είναι ευαισθητοποιημένος σε θέματα περιβάλλοντος και έχει συνείδηση των επιπτώσεων των καταναλωτικών του συνηθειών. Αν μαζί με αυτούς, συνυπολογιστούν και όσοι προβληματίζονται για τον κοινωνικό αντίκτυπο της συμπεριφοράς τους (Society First – 10%), τότε συγκεντρώνουν το ίδιο ποσοστό με την κυρίαρχη τυπολογία όσων ανησυχούν για τα οικονομικά τους (Affordability First – 31%).
Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι η προτεραιοποίηση της βιώσιμης ανάπτυξης διαχέεται στο σύνολο του πληθυσμού, και εκδηλώνεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας για τη χώρα μας, 34% των καταναλωτών θεωρούν τη βιώσιμη ανάπτυξη ως «εξαιρετικά σημαντικό» ή «πολύ σημαντικό» παράγοντα αγορών σήμερα, ενώ, μακροπρόθεσμα, σχεδόν ένας στους δύο (53%) δηλώνει ότι θα δώσει μεγαλύτερη προσοχή στον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των καταναλωτικών του επιλογών.
Τα brands και οι επιχειρήσεις στο «μικροσκόπιο» των καταναλωτών
Οι καταναλωτές συνεχίζουν να αξιώνουν από τα brands και τις επιχειρήσεις μία κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνη συμπεριφορά, ενώ εμφανίζονται και διατεθειμένοι να επιβραβεύσουν αυτές τις μάρκες μέσα από τις επιλογές τους. Ενδεικτικά, σημαντικά ποσοστά δηλώνουν ότι θα πλήρωναν περισσότερα χρήματα για προϊόντα που παράγονται με ηθικό τρόπο (21%), περισσότερο βιώσιμα αγαθά και υπηρεσίες (19%), brands που συνεισφέρουν στο κοινωνικό σύνολο (13%), αλλά και μάρκες επιχειρήσεων που δεν κάνουν διακρίσεις (11%).
Οι Έλληνες καταναλωτές δηλώνουν, επίσης, σε αντίστοιχα ποσοστά με το παγκόσμιο δείγμα, ότι προσπαθούν να ακολουθήσουν και οι ίδιοι έναν πιο βιώσιμο τρόπο ζωής, κυρίως, όμως, μέσα από δράσεις που δεν τους επιβαρύνουν οικονομικά. Για παράδειγμα, δηλώνουν ότι, συχνά ή πάντα, προσπαθούν να εξοικονομούν ενέργεια (87%) και νερό (86%), χρησιμοποιούν επαναχρησιμοποιούμενες τσάντες για τις αγορές τους (82%) και ανακυκλώνουν ή επαναχρησιμοποιούν συσκευασίες (78%) και προϊόντα (76%) μετά τη χρήση τους.
Αξιόπιστα και διαφανή προϊόντα και υπηρεσίες, πιο βιώσιμες καταναλωτικές συμπεριφορές
Ωστόσο, παρά τη θετική προδιάθεση, οι καταναλωτές δε φαίνονται διατεθειμένοι να αυξήσουν την κατανάλωση βιώσιμων προϊόντων. Δύο στους πέντε (41%) αναφέρουν ότι δε θα αλλάξουν τις αγοραστικές τους συνήθειες, 13% σχεδιάζουν να αγοράσουν περισσότερα βιώσιμα προϊόντα, ενώ ένα εντυπωσιακό 37% προτίθεται να μειώσει τις αγορές των προϊόντων αυτών.
Όταν ρωτήθηκαν για τους λόγους που τους αποτρέπουν από την αγορά βιώσιμων προϊόντων, ανέφεραν, κυρίως, την υψηλή τιμή (72%) και τη χαμηλή ποιότητα (50%). Συγχρόνως, όμως, επικαλέστηκαν και μια σειρά από λόγους που συνδέονται με την αξιοπιστία των πληροφοριών και ισχυρισμών που προβάλλουν σχετικά με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους οι επιχειρήσεις, όπως: παραπλανητικές πληροφορίες (50%) και μάρκετινγκ (51%), έλλειψη διαθεσιμότητας πληροφοριών ή διαφάνειας (51%), αλλά και έλλειψη εμπιστοσύνης στην εταιρεία, το κατάστημα ή το brand (48%).
Παρότι, στη σημερινή δυσμενή οικονομική συγκυρία, οι αγοραστικές επιλογές των Ελλήνων καταναλωτών μπορεί να μην επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις αντιλήψεις τους για τη βιωσιμότητα, μεσοπρόθεσμα, όμως, φαίνεται να οδηγούμαστε σε παγίωση αυτών των τάσεων. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να θέσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη στην κορυφή της ατζέντας τους, να σχεδιάσουν και – κυρίως – να υλοποιήσουν ουσιαστικό έργο, αντί απλών εξαγγελιών ή greenwashing. Οφείλουν, επίσης, να επικοινωνήσουν τις πρωτοβουλίες και τις δράσεις τους με πειστικό και αποτελεσματικό τρόπο, να συμβάλουν στην εκπαίδευση των καταναλωτών, και να τους ενθαρρύνουν να υιοθετήσουν και αυτοί βιώσιμες καταναλωτικές συμπεριφορές.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Economist Impact που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της ΕΥ, οι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων δεν πρέπει να χάσουν την ευκαιρία να εντάξουν τους καταναλωτές στα οικοσυστήματά τους, για να τους βοηθήσουν να επιτύχουν τις στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης.
Σχεδόν τα δύο τρίτα (62%) δηλώνουν ότι συνεργάζονται για την εκπαίδευση των καταναλωτών, ενώ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων αναγνωρίζει ότι η βιωσιμότητα αποτελεί ευκαιρία για την ανάπτυξη και την ενίσχυση της κερδοφορίας και της φήμης τους.
Όλοι γνωρίζουμε ότι στο σημερινό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί αντιμετωπίζουν άμεσα πιεστικά προβλήματα εξαιτίας της εκτόξευσης του κόστους των α’ & β’ υλών, των μεταφορών και της ενέργειας, ενόσω μειώνεται σημαντικά η κατανάλωση εξαιτίας της συρρίκνωσης του οικογενειακού εισοδήματος. Τα προβλήματα αυτά, δε θα πρέπει να μας εκτρέψουν από τον μακροπρόθεσμο στόχο ενός βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης. Οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί που θα κατανοήσουν και θα προσαρμοστούν στις αυξανόμενες προσδοκίες και ευαισθησίες των καταναλωτών, παρά το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, θα αποκτήσουν τα επόμενα χρόνια ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους.