Το δυνατό σημείο του Ελληνικού τουρισμού δεν είναι οι πόλεις αλλά η ύπαιθρος. Εκεί βρίσκει κανείς ονομαστούς αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, αλλά και το πιο ενδιαφέρον για τον σύγχρονο τουρίστα παραλίες, χαρακτηριστικά χωριά, σύγχρονες τουριστικές υποδομές. Η λογική λέει οτι ο ντόπιος πληθυσμός γύρω από κάθε σημείο τουριστικού ενδιαφέροντος είναι αυτός που δουλεύει στην παροχή υπηρεσιών το καλοκαίρι και «θα προσέχει τα χωριά και το γύρω περιβάλλον» το χειμώνα, όταν ο τουρισμός βρίσκεται σε ύφεση.
Η πράξη όμως των τελευταίων χρόνων είναι διαφορετική: τα πάσης φύσεως τουριστικά ενδιαφέροντα, στελεχώνονται από «εργαζόμενους τουρίστες» αφού απλά οι διαθέσιμοι ντόπιοι δεν υπάρχουν ή είναι αριθμητικά ανεπαρκέστατοι.
Η ερήμωση των χωριών, η δημογραφική συρρίκνωση του πληθυσμού και η αστυφιλία έχουν κάνει την πάλαι ποτέ κραταιά δεξαμενή ντόπιου εργατικού προσωπικού να στερέψει. Δεν είναι όμως μόνο αυτοί οι λόγοι. Η χρόνια υποχώρηση της αγροτικής δραστηριότητας στις περισσότερες περιοχές της χώρας, στέρησε εισόδημα και απασχόληση από τον ντόπιο πληθυσμό, κυρίως τους μήνες που ο τουρισμός δεν υπάρχει. Επιπλέον, η ευασθησία του τουρισμού σε μεγάλα συμβάντα, όπως για παράδειγμα η πτώση των δίδυμων πύργων ή παλαιότερα οι αεροπειρατείες, δεν εξασφάλιζε μόνιμο βιώσιμο εισόδημα στις ντόπιες οικογένειες. Ετσι, με τα χρόνια αυτές προτίμησαν είτε να βρουν άλλου τύπου ποιο σταθερή απασχόληση είτε να μεταναστεύσουν, όταν αυτή έγινε πάλι μόδα πριν λίγα χρόνια.
Η αντικατάσταση του ντόπιου ανθρώπινου εργατικού δυναμικού από εποχιακούς εργαζόμενους, ντόπιους και αλλοδαπούς, είχε πολλές επιπτώσεις. Πρώτα χάθηκε το στοιχείο της ελληνικότητας που ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό στους τουρίστες. Κανείς δεν ασχολείται πια να βάψει άσπρα τα μικρά νησιώτικά σπιτάκια, ή να καθαρίσει τις περίφημες αναβαθμίδες από τα ξερά χόρτα. Δεύτερο οι τουρίστες δεν έρχονται σε επαφή με κάποιον ντόπιο να δουν πως είναι και να τον ρωτήσουν πως περνάει εδώ που είναι τόσο μαγικά. Τρίτο χάθηκαν εκείνες οι απαράμιλλες ελληνικές στιγμές της απογευματινής ρούγας, του γαμήλιου ξεφαντώματος στη πλατεία του χωριού, του ανταμώματος στο πανηγύρι του Αη Λιά.
Και τι έμεινε; Ενα κέλυφος, ένα σκηνικό χωρίς πολύ ζωντάνια που χρειάζεται πολλά χρήματα και μεγάλη προσπάθεια να διατηρηθεί, ώστε να μοιάζει με τις φωτογραφίες των διαφημιστικών φυλλαδίων των απανταχού τουριστικών γραφείων.
Αντίθετα, εάν είχαμε φροντίσει να υπάρχουν ντόπιοι εργαζόμενοι, ασχολούμενοι το μισό χρόνο στον τουρισμό και τον υπόλοιπο στη γεωργία και να είχαν αναπτύξει μια κάποιας μορφής τοπική αγορά, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Και κυρίως δεν θα φαίνονταν «στημένα», αφού θα ήταν λειτουργικά.
Είναι εν κατακλείδει οι αγρότες που διατηρούν το ελκυστικό ελληνικό τοπίο ζωντανό, όχι οι πάσης φύσεως κατασκευές που ανοίγουν τον Απρίλη και κλείνουν τον Σεπτέμβρη!!!
Εχει άραγε πισογύρισμα η κατάσταση αυτή? Ισως, αλλά με πολύ προσπάθεια και κόπο, δύο στοιχεία που δεν είναι χαρακτηριστικά του νεοέλληνα. Και κυρίως χρειάζεται πανστρατιά κράτους, τοπικής αυτοδιοίκησης, ιδιωτικού τομέα, συλλόγων των απανταχού της κάθε περιοχής. Και πολλά λεφτά που θα δοθούν τόσο σε υποδομές όσο και στους ανθρώπους που θα αναλάβουν την ανάταξη των τουριστικών περιοχών. Διότι κανείς δεν εγκαταλείπει το χαμηλό μισθό και το επίδομα της πόλης για να πάει στο άγνωστο ενός ερημικού για το μισό χρόνο μέρους. Οσο όμορφο κι αν φαίνεται αυτό στα μάτια μας όταν το επισκεπτόμαστε για λίγες ώρες.
Μέχρι όμως να γίνουν αυτά, θα διαβάζουμε ειδήσεις όπως φρέναρε ο τουρισμός, δεν βρίσκει εργαζόμενους τα τουριστικά καταλύματα, δεν είναι ικανοποιημένοι οι τουριστικοί επιχειρηματίες, δεν ενδιαφέρονται αρκετά οι δήμοι κλπ κλπ
Και όλα αυτά, τώρα που η βιωσιμότητα των τουριστικών περιοχών έρχεται με φόρα στο προσκήνιο της τουριστικής αγοράς.
Η αγροτική και η τουριστική ανάπτυξη, είναι στενότατα συνειφασμένες και καμία δεν μπορεί να πορευθεί χωρίς την άλλη στο σύγχρονο οικονομικό γίγνεσθαι.
Να δούμε, φέτος που και ο τουρισμός άρχισε να δείχνει σημάδια κόπωσης και η αγροτική ανάπτυξη σημάδια σοβαρής ύφεσης, θα κινητοποιηθεί η πολιτεία να φροντίσει και τα δύο μαζύ, ή θα παραμείνει στις κλασσικές ξεχωριστές συνταγές;