Για έναν «ισορροπημένο» συμβιβασμό στο Eurogroup για το ελληνικό χρέος, ο οποίος διασφαλίζει τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών, κάνει λόγο μιλώντας στο insider.gr ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του CDU για θέματα Προϋπολογισμού στην Bundestag, Έκχαρτ Ρέμπεργκ. Ο κ. Ρέμπεργκ, παράλληλα, επισημαίνει ότι η έκβαση του τρίτου προγράμματος δείχνει ότι οι μεταρρυθμίσεις φέρνουν εν τέλει αποτελέσματα, καίτοι επισημαίνει ότι αυτές δεν πρέπει να αντιστραφούν το επόμενο διάστημα. Δεν σχολιάζει ρητά το αν θα πρέπει να περικοπούν ή όχι οι συντάξεις από 1/1/2019, πλην όμως παραπέμπει στους θεσμούς, οι οποίοι, όπως υπογραμμίζει, έχουν συμφωνήσει συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Τέλος, για το προσφυγικό που αυτές τις μέρες δοκιμάζει έντονα τις αντοχές και της γερμανικής κυβέρνησης, υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να επιδιωχθούν κοινές ευρωπαϊκες λύσεις, τόσο για τη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., όσο και για τις εσωτερικές μετακινήσεις μεταναστών και προσφύγων, αφήνει, όμως, και παράθυρο για «μέτρα σε εθνικό επίπεδο, για μια μεταβατική περίοδο».
Η συνέντευξη:
Την προηγούμενη εβδομάδα υπήρξε ένας συμβιβασμός στο Eurogroupγια την υπόθεση του ελληνικού χρέους. Πρόκειται για έναν συμβιβασμό που διασφαλίζει τη μελλοντική βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους;
Ο συμβιβασμός του Eurogroup είναι ισορροπημένος και διασφαλίζει τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων. Η Ελλάδα παίρνει για ακόμα μια φορά την τελευταία δόση, ύψους 15 δις. Ευρώ, για να διαμορφώσει ένα μαξιλάρι ρευστότητας. Υπάρχει μια μετρημένη ελάφρυνση χρέους, η οποία διευκολύνει την πορεία της Ελλάδας προς τις αγορές κεφαλαίου. Προπάντων πρέπει να αναφέρουμε την παράταση της ισχύος των δανείων του δεύτερου Μνημονίου κατά δέκα χρόνια. Μέχρι το 2033 η Ελλάδα δεν θα πρέπει να πληρώνει κεφάλαιο και τόκους έως το 2033. Η Κομισιόν έχει επεξεργαστεί σε αυτή τη βάση μια νέα ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Το 2060, σύμφωνα με αυτή, αντί για 127% του ΑΕΠ, το χρέος θα έχει διαμορφωθεί στο 96,8% του ΑΕΠ. Σήμερα, το ύψος του ελληνικού χρέους είναι στο 188,6% του ΑΕΠ. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα έχουν μειωθεί το 2060 από 28,1% σε κάτω από 20% του ΑΕΠ. Το τρέχον έτος είναι 21,8% του ΑΕΠ. Νομίζω ότι τα παραπάνω αποτυπώνουν με σαφήνεια τη βελτίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα τελειώνει σύντομα. Δεδομένης της εμπειρίας σας, θα μπορούσατε να πείτε ότι μιλάμε για μια ιστορία επιτυχίας, ακόμα και αν διήρκεσε κάπως περισσότερο του αναμενομένου;
Όταν συμφωνήσαμε το τρίτο πρόγραμμα το 2015, είχαμε πίσω μας δύσκολες εβδομάδες και δύσκολους μήνες. Η νέα κυβέρνηση είχε διακόψει το δεύτερο πρόγραμμα και έκανε επίσης ένα δημοψήφισμα και νέες εκλογές. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε, ότι η Ελλάδα θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση στο τέλος του προγράμματος, σε σχέση με τις πιο αισιόδοξες προηγούμενες προβλέψεις. Ενδιαμέσως, η Ελλάδα πέτυχε δύο χρόνια στη σειρά πρωτογενές πλεόνασμα, ο ρυθμός ανάπτυξης αυξήθηκε και η ανεργία μειώνεται. Οι εντατικές μεταρρυθμίσεις φέρνουν αποτελέσματα. Από τα αρχικώς διαθέσιμα 86 δις του τρίτου ελληνικού προγράμματος, τα 24 δεν θα είναι εν τέλει απαραίτητα. Αυτό μπορεί κανείς να το αναγνωρίσει δικαίως ως επιτυχία. Είναι όμως σημαντικό η Ελλάδα να μην αντιστρέψει τις μεταρρυθμίσεις και, προς το δικό της συμφέρον, να συνεχίσει τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και την τόνωση της οικονομίας.
Όπως το είπατε κι εσείς, το Eurogroup αποφάσισε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τη μεταρρυθμιστική της πορεία. Αυτό πώς το καταλαβαίνουν οι Γερμανοί βουλευτές; Θα ήταν, για παράδειγμα, η ήδη αποφασισμένη μείωση των συντάξεων από 1/1/2019 ένα θέμα συζήτησης ή για εσάς λογίζεται ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της συμφωνίας;
Δεν είναι αρμοδιότητα των Γερμανών βουλευτών να εμπλέκονται σε συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές ενέργειες στην Ελλάδα. Οι θεσμοί, άρα η Κομισιόν, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και ο ESMέχουν συμφωνήσει με την ελληνική κυβέρνηση συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Τα στελέχη των θεσμών γνωρίζουν την κατάσταση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων πολύ καλά. Έχουμε εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στην ελληνική κυβέρνηση, ότι θα εφαρμόσουν τα σωστά μέτρα.
Πριν από μερικές εβδομάδες, δηλώσατε στην Sueddeutsche Zeitung ότι «η ανάγκη για περαιτέρω χρηματοδότηση από το ΔΝΤ δεν υφίσταται». Αυτό, όμως, ήταν πάντα η απαίτηση της γερμανικής Βουλής. Είναι αυτή η αλλαγή προσέγγισης βασισμένη στο γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι πλέον σε θέση να επιβλέπουν επαρκώς το ελληνικό πρόγραμμα ή ότι οι Ευρωπαίοι δεν ήθελαν να λάβουν τόσο εκτεταμένα μέτρα για το χρέος, όπως αυτά που πρότεινε το ΔΝΤ;
Η χρηματοδοτική συνεισφορά του ΔΝΤ αποδείχθηκε αχρείαστη. Όπως προείπα, από το τρέχον πρόγραμμα δεν χρησιμοποιήθηκαν περίπου 24 δις. Ένα περαιτέρω δάνειο του ΔΝΤ, ύψους 1,6 δις, θα ήταν περιττό. Με αυτό το δεδομένο ήταν αποφασιστικής σημασίας ότι οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του γερμανικού χρέους πήγαιναν πολύ πέρα, από αυτό που εμείς ως Ευρωπαίοι μπορούσαμε να αποδεχθούμε. Το τίμημα θα ήταν εξαιρετικά υψηλό. Είναι για εμάς πολύ σημαντικότερο, ότι το ΔΝΤ θα συνεχίσει να είναι μέρος του ελληνικού προγράμματος με τα παλαιά του δάνεια ύψους περίπου 10 δις ευρώ και θα συνεχίσει να συμμετέχει ενεργά στην τεχνική εποπτεία της μετα-μνημονιακής περιόδου. Ως προς αυτό, έχουμε τη συναίνεση του ΔΝΤ
Είδαμε ότι η μεταναστευτική κρίση δοκιμάζει τη συνοχή της γερμανικής κυβέρνησης μέχρι και σήμερα. Είστε αισιόδοξος ότι μπορούν να βρεθούν κοινές ευρωπαϊκές λύσεις ή θα απομένουν, στο τέλος, οι μονομερείς ενέργειες ως η μοναδική εναλλακτική;
Στην υπόθεση του μεταναστευτικού, έχουμε να κάνουμε με δύο παραμέτρους: αρχικά, με την διασφάλιση των ευρωπαϊκών εξωτερικών συνόρων και στη συνέχεια με την αποτροπή της παράνομης μετανάστευσης μέσω των εσωτερικών συνόρων των κρατών-μελών της Ε.Ε. Είμαι πεπεισμένος ότι μπορούμε να βρούμε μια ευρωπαϊκή λύση και στα δύο ζητήματα. Αυτή τη στιγμή, μια συμφωνία για τα ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα είναι αισθητά κοντά. Πρέπει να ενισχύσουμε τη Frontexκαι χρειαζόμαστε συμφωνίες επανεισδοχής με όλες τις χώρες προέλευσης. Αν, όμως, σε αυτή τη φάση δεν επιτευχθεί ευρωπαϊκή συνεννόηση για το ζήτημα των εσωτερικών συνόρων, θα πρέπει μέτρα σε εθνικό επίπεδο να είναι δυνατά για μια μεταβατική περίοδο. Ο στόχος, όμως, θα πρέπει να είναι πάντα μια κοινή, ευρωπαϊκή λύση.
Η Καγκελάριος Μέρκελ και ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν συμφώνησαν για την ανάγκη ενός κοινού προϋπολογισμού στην Ευρωζώνη. Είναι πράγματι μια φιλόδοξη ιδέα, αλλά πώς θα υλοποιηθεί στην πράξη;
Έχουμε ήδη έναν ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, εσείς όμως αναφέρεστε σε έναν προϋπολογισμό μόνο για τις χώρες της Ευρωζώνης. Αυτό ήταν ένα αίτημα του Προέδρου Μακρόν, ο οποίος σκεφτόταν ένα μεγάλο πακέτο αρκετών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ για έναν προϋπολογισμό της Ευρωζώνης, εκτός του υπάρχοντος ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Η συμφωνία της Καγκελαρίου και του Γάλλου Προέδρου, παρά ταύτα, έχει να κάνει με έναν προϋπολογισμό με ένα ποσό στην περιοχή κάποιων δεκάδων δισεκατομμυρίων, για τις χώρες της Ευρωζώνης που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την Ε.Ε. Για τη Γερμανία είναι σημαντικό ο νέος προϋπολογισμός να συνδέεται με τον υφιστάμενο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και να μην πρόκειται για δύο διαφορετικές δομές. Εξ αυτού του λόγου πρέπει οι περαιτέρω συζητήσεις για τον προϋπολογισμό της Ευρωζώνης να γίνουν σε διασύνδεση με τις διαπραγματεύσεις για το μεσοπρόθεσμο χρηματοοικονομικό πλαίσιο της Ε.Ε., από το 2021 έως το 2027. Δεν θέλουμε απλά μια νέα πηγή χρημάτων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει πραγματικά υψηλή προστιθέμενη αξία για την Ευρωζώνη. Η Καγκελάριος ανέφερε την τεχνητή νοημοσύνη ως παράδειγμα για πιθανές επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Με αυτά θα πρέπει να έχει να κάνει (σ.σ. ο προϋπολογισμός της Ευρωζώνης).
Ως σημείο εκκίνησης για τον προϋπολογισμό της Ευρωζώνης ορίζεται το 2021. Στο ενδιάμεσο, όμως, θα λάβουν χώρα εκλογές, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Βλέπετε κάποιον κίνδυνο λόγω της ενίσχυσης λαϊκιστικών κομμάτων, όπως στην Ιταλία;
Δεν πρέπει να φοβόμαστε την έκβαση δημοκρατικών διαδικασιών, όπως οι εκλογές. Η Δημοκρατία είναι ο τύπος του πολιτεύματος που εμπιστευόμαστε με καλή πίστη. Είναι αυτονόητο ότι εργαζόμαστε με κάθε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Θα πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στη δύναμη των επιχειρημάτων μας. Και μέχρι τώρα δεν ήταν εύκολο να πετύχουμε συμφωνίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταξύ όλων των κρατών-μελών και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Εθνικά συμφέροντα υπήρχαν πάντα και θα συνεχίσουν να υπάρχουν.