Πρόκειται διαχρονικά για μία από τις πιο δημοφιλείς αντιπαραθέσεις εντός ΕΕ και ταυτόχρονα μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της. Η ρύθμιση των κρατικών ενισχύσεων -ή ορθότερα ο δραστικός περιορισμός τους- δημιούργησε τις συνθήκες της ενιαίας αγοράς. Με απλά έως απλοποιημένα λόγια, η ικανότερη επιχείρηση είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από μία ομοειδή της με πρόσβαση σε κρατικές επιδοτήσεις στη χώρα της.
Την προηγούμενη εβδομάδα οκτώ κράτη-μέλη της ΕΕ (Τσεχία, Πολωνία, Σουηδία, Λετονία, Εσθονία, Φινλανδία, Ιρλανδία και Πορτογαλία) ζήτησαν από την Επιτροπή να μεριμνήσει ώστε να περιοριστεί η τρέχουσα δυνατότητα απόδοσης κρατικών ενισχύσεων. Με αιτία την πανδημία, η ΕΕ -εν πολλοίς ορθώς- προχώρησε σε άρση αρκετών παραμέτρων της νομοθεσίας. Κάποιες από αυτές τις διευκολύνσεις ισχύουν έως το 2025. Ωστόσο, στην παρούσα φάση, είναι γεγονός ότι οι δημοσιονομικά ισχυρές οικονομίες είναι εκείνες που έχουν αυξημένη δυνατότητα να πριμοδοτούν ετεροβαρώς τις εθνικές τους επιχειρήσεις, με συνέπεια να αποκτούν σταθερό και σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Αποφάσεις για το θέμα θα ληφθούν μετά τις ευρωεκλογές, ωστόσο τα δεδομένα που θα κληθούν οι 27 να αντιμετωπίσουν είναι σχεδόν στο σύνολό τους γνωστά.
Ο οικονομικός κύκλος δεν ευνοεί ούτε την ενιαία αγορά της ΕΕ ούτε τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη
Η αλήθεια είναι ότι στην παρούσα περίοδο του κύκλου της παγκόσμιας οικονομίας, η ενιαία αγορά δοκιμάζεται. Η φθηνότερη παραγωγή συνδέεται με μεγαλύτερο γεωπολιτικό ρίσκο. Αυτό προκαλεί νέους γύρους ενδοκοινοτικών συζητήσεων με τις πολιτικές υπέρ των κρατικών ενισχύσεων και τις αποφάσεις για επιβολή δασμών να βρίσκονται στο επίκεντρο. Την ίδια ώρα, μία φτωχή χώρα που βασίζεται στις εξαγωγές πρώτων υλών ή στην παραγωγή φθηνότερων προϊόντων αντιμετωπίζει υπαρξιακή κρίση. Αυτό προφανώς αφορά και μεγαλύτερες οικονομίες. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Κίνας που αναπτύχθηκε σημαντικά βασιζόμενη στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης και της ενιαίας αγοράς (ειρωνικά οξύμωρο αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης).
Εύλογα συνεπώς θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, κράτη-μέλη με ισχυρή παραγωγική βάση αλλά χωρίς τις δημοσιονομικές δυνατότητες της Γερμανίας επιδιώκουν την (επανα)λειτουργία της ενιαίας αγοράς όπως παραδοσιακά τη γνωρίζουμε. Για ποιο λόγο όμως άλλες χώρες συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας δεν πρωτοστατούν προς αυτήν την κατεύθυνση; Η απάντηση έχει τουλάχιστον δύο πτυχές.
Ο ανταγωνισμός και το πολιτικό κόστος
Όταν θα κληθούν τα κράτη-μέλη να τοποθετηθούν στη συζήτηση, θα έχουν λάβει υπόψιν τους τουλάχιστον δύο βασικές παραμέτρους. Ποια είναι τα ανταγωνιστικά τους παραγωγικά πλεονεκτήματα και πώς θα αποκατασταθεί μία ισορροπία μεταξύ των πλεονεκτημάτων αυτών και των κρατικών επιδοτήσεων. Και επίσης ποιο το πολιτικό κόστος των αποφάσεων που θα ληφθούν. Γιατί είναι μη βιώσιμο και ανώφελο να (συνεχίσεις να) επιδοτείς όλους για όλα. Με βάση τις παγκόσμιες τάσεις, κάθε χώρα θα επιχειρήσει να στηρίξει τους τομείς και τις επιχειρήσεις που θα επιφέρουν το μεγαλύτερο όφελος στις οικονομίες τους. Αναπόφευκτα κάποια συμφέροντα θα κερδίσουν και κάποια θα χάσουν. Πρόκειται για debate τα πρώτα επεισόδια του οποίου έχουμε ήδη καταγράψει.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις και το συνδεόμενο πολιτικό κόστος αποτελεί επίσης ένα βασικό ζήτημα. Συνδέεται μάλιστα με όλα τα σενάρια ανόδου των ακραίων αντισυστημικών δυνάμεων, οι οποίες αντλούν επιχειρήματα όχι για να ενισχύσουν τις εγχώριες κοινωνίες αλλά για να αναλάβουν κυβερνητική εξουσία συνήθως χωρίς καμία γνώση και επίγνωση καταστάσεων.
Πώς όμως να εξηγήσεις σε ευρύτερα κοινά ότι είναι αδύνατο και παράλογο να επιδοτούνται επιχειρηματικά όλοι εντός ενός κλάδου αν ζητούμενο είναι να υπάρχει πρόσβαση σε αναλογικά φθηνότερα προϊόντα και υπηρεσίες εντός ΕΕ; Και πώς θα ανοίξεις τη συζήτηση όταν ταυτόχρονα έχεις ανοίξει τη συζήτηση για αγροτικές επιδοτήσεις και αλλαγή της ΚΑΠ;
Ο δρόμος προς την ενιαία αγορά δεν ήταν εύκολος και η προσπάθεια να διατηρηθεί ανοικτός επίσης δεν είναι. Και κάθε δράση προς αυτήν την κατεύθυνση αποτελεί πρακτικά βούτυρο στο ψωμί ακραίων δήθεν αντισυστημικών δυνάμεων. Κάθε εύλογη ή παράλογη διεκδίκηση συνήθως στέλνει και έναν ψηφοφόρο στη Λεπέν ή στο AfD. Ευτυχώς για εμάς, στην παρούσα φάση, η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό σημείο του οικονομικού της κύκλου. Αντίστοιχος πολιτικός κίνδυνος είναι περιορισμένος αλλά σίγουρα όχι ανύπαρκτος.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.