Την επαναφορά του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα στα 751 ευρώ (που ήταν πριν τις μνημονιακές περικοπές) για φέτος, ζητά από την κυβέρνηση η ΓΣΕΕ.
«Με πολιτική απόφαση της κυβέρνησης ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να επανέλθει στα 751 ευρώ και αμέσως μετά θα πρέπει να γίνει συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταιρων ώστε να φτάσει στο 60% του διάμεσου μισθού, στη χώρα μας» τόνισε ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος.
«Ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να σχετίζεται μόνο με μεταβλητές της οικονομίας, αλλά κυρίως έχει βιοποριστικό χαρακτήρα» επεσήμανε ο κ. Παναγόπουλος.
Σύμφωνα με τον πρόεδρος της ΓΣΕΕ, ο κατώτατος μισθός είναι στον «πάγο» από το 2012, ενώ λόγω της πανδημίας δόθηκε μια σιωπηλή παράταση.
Μάλιστα στην έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (με επικεφαλή τον καθηγητή Γιώργο Αργείτη) για το ύψος του κατώτατου μισθού, επισημαίνεται πως με βάση τα επιστημονικά ευρήματα, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να είναι ποσοστό του διάμεσου μισθού στην χώρα μας.
Συγκεκριμένα η πρόταση της ΓΣΕΕ προσδιορίζει το ύψος του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα.
Με άλλα λόγια, ο τρέχον κατώτατος μισθός θα πρέπει να αυξηθεί μηνιαίως κατά 133 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat), ή κατά 159 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ), από τα επίπεδα των 650 ευρώ που είναι σήμερα.
Συγκεκριμένα η πρόταση της ΓΣΕΕ κάνει λόγο για άμεση αύξηση του μισθού στα 751 ευρώ για φέτος και στην συνέχεια την αναπροσαρμογή του στα 809 ευρώ (στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού) το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Μια αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα στο 60% του διάμεσου μισθού θα επηρεάσει το 34% των απασχολουμένων, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ «παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% το 2019, παραμένει κάτω από το όριο της σχετικής και της απόλυτης φτώχειας, αφού αντιστοιχεί στο 48,2% του διάμεσου μισθού. Είναι συνεπώς απολύτως αναγκαίο να ενεργοποιηθούν διαδικασίες αύξησης και προσαρμογής του κατώτατου μισθού».
Η τεκμηρίωση της πρότασης
Για την διαμόρφωση της πρότασης έχουν ληφθεί υπόψη και έχουν μελετηθεί οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, η κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας και οι προοπτικές της, οι εξελίξεις της αγοράς εργασίας, και η διαμόρφωση των εισοδημάτων στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Η ΓΣΕΕ, ακόμα μια φορά δηλώνει την αντίθεσή της στην διαδικασία - μηχανισμό διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού που ορίζει ο Ν. 4173/13, όπου επιβάλλονται διαδικασίες κατ επίφασης κοινωνικού διαλόγου και κοινωνικής διαβούλευσης.
Τονίζεται ότι η κρίση στην αγορά εργασίας που επιδεινώθηκε από την πανδημία έχει υποβαθμίσει το βιοτικό επιπέδου των εργαζομένων και ειδικά των πιο ευάλωτων ομάδων, θέτοντας πολλές οικογένειες σε κίνδυνο υλικής αποστέρησης και συρρίκνωσης του βιοτικού επιπέδου τους.
Αν στο αποτέλεσμα αυτό συνεκτιμηθεί η μεγάλη μείωση του κατώτατου μισθού, των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος η οποία συντελέστηκε
στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, είναι ζωτικής σημασίας να υπάρξουν παρεμβάσεις και να ληφθούν μέτρα πολιτικής που να αποσκοπούν στην προστασία του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των οικογενειών τους, καθώς επίσης και στην αποτροπή κάθε κινδύνου περαιτέρω αύξησης των επιπέδων φτώχειας και οικονομικής ανισότητας, σύμφωνα με την ΓΣΕΕ.
Ήδη σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης 17 ευρωπαϊκές χώρες έχουν αυξήσει τον κατώτατο μισθό τους εντός του 2021, ενώ τρεις χώρες τον έχουν κρατήσει σταθερό από το 2020 (Εσθονία, Ουγγαρία, Ισπανία). Η Ελλάδα είναι η μόνο χώρα που έχει αφήσει αμετάβλητο τον κατώτατο μισθό από τον Φεβρουάριο του 2019.