Πληθαίνουν οι συνταξιούχοι που συνεχίζουν να εργάζονται και μετά την συνταξιοδότηση, κυρίως για οικονομικούς λόγους, όπως προκύπτει από έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τη συμμετοχή των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας.
Η κατάργηση της παρακράτησης του 30% της σύνταξης για όσους συνταξιούχους επιλέξουν να εργαστούν, που ψηφίστηκε με τον ν. 5078/2023, είχε πολύ θετικά αποτελέσματα, καθώς στη σχετική πλατφόρμα του e-ΕΦΚΑ γράφτηκαν από τις αρχές του έτους περίπου 200.000 άτομα.
Εφόσον τα άτομα αυτά εργάζονται ως μισθωτοί, θα πρέπει να καταβάλλουν πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ ύψους 10% από τον μισθό τους, ενώ αν επιλέξουν να συνεχίσουν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, καταβάλλουν επιπλέον 50% της ασφαλιστικής κατηγορίας που έχουν επιλέξει.
Πλέον οι εργαζόμενοι συνταξιούχοι μπορούν να πετύχουν προσαύξηση της σύνταξής τους, καθώς προσμετρώνται τα επιπλέον ένσημα από την εργασία τους και συνυπολογίζονται για την αύξηση του τελικού ποσού.
Μετά την ενεργοποίηση του λογισμικού για τον υπολογισμό των επιπλέον ημερών εργασίας, οι ενδιαφερόμενοι συνταξιούχοι θα πρέπει να υποβάλλουν αίτηση στο υποκατάστημα του ΕΦΚΑ που ανήκουν και να ζητήσουν να προσμετρηθούν τα ένσημά τους.
Σε πρώτη φάση αίτηση μπορούν να υποβάλλουν όσοι έχουν καταστεί συνταξιούχοι μετά από το 2016 και ξεκίνησαν να εργάζονται.
Πάντως, ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης επισημαίνουν πως τα επιπλέον ένσημα δεν πρόκειται να αυξήσουν αισθητά την σύνταξη όσων ασφαλισμένων συνεχίζουν να εργάζονται, καθώς η εργασία δύο ετών μπορεί να αυξήσει τη μηνιαία σύνταξή τους κατά 20 ευρώ.
Ποιοι επιλέγουν να παρατείνουν τον εργασιακό τους βίο
Ο κύριος λόγος επιστροφής ή παραμονής στην αγορά εργασίας, είναι οικονομικός, δηλώνει το 47% των εργαζόμενων συνταξιούχων, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που αποχωρούν μεν λόγω ορίου ηλικίας, αλλά θέλουν να μείνουν ταυτόχρονα στην εργασία γιατί νιώθουν δραστήριοι και περισσότερο δημιουργικοί.
Τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται σε ειδική έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τις συντάξεις και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας που διενεργήθηκε σε άτομα ηλικίας 50 έως 74 ετών.
Τεχνικοί και υπάλληλοι γραφείου είναι στην πλειοψηφία τους οι νεότεροι ηλικιακά συνταξιούχοι, που συνταξιοδοτήθηκαν στο 59ο και στο 60,4ο έτος αντίστοιχα. Ακολουθούν οι επαγγελματίες (61,3ο έτος), οι ανειδίκευτοι εργάτες -χειρωνάκτες (61,4ο έτος), οι χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων (61,5ο έτος) και οι τεχνίτες (61,9ο έτος).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η μέση ηλικία κατά την οποία ξεκίνησε η λήψη σύνταξης γήρατος για τα άτομα ηλικίας 50-74 ετών ήταν τα 58,6 έτη.
Η ηλικία συνταξιοδότησης είναι λίγο μεγαλύτερη για τους άνδρες (58,9) σε σύγκριση με τις γυναίκες (58,2). Μεγαλύτερες διαφορές εμφανίζονται στα άτομα διαφορετικού εκπαιδευτικού επιπέδου και συγκεκριμένα, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης είναι 60,7 ενώ για τα άτομα μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης είναι αντίστοιχα 57,1 και 57,3 έτη.
Αναφορικά με τη μέση ηλικία συνταξιοδότησης, ανάλογα με το επάγγελμα της τελευταίας εργασίας, παρατηρείται ότι αυτή κυμαίνεται από τα 59 έτη για τους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα έως τα 65,6 έτη για τους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς.
Επτά στα 10 άτομα ηλικίας 50-74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος, σταμάτησαν να εργάζονται όταν συνταξιοδοτήθηκαν (ποσοστό 71,9%).